- Newsroom
Επί 56 συναπτά έτη το αηδόνι της Θράκης, ο Χρόνης Αηδονίδης, αποθησαυρίζει συστηματικά τον πλούτο της παραδοσιακής μας μουσικής.
Συνέντευξη: Δέσποινα Ντάρτζαλη
Με τη γλυκιά, τη μελίρρυτη φωνή του μεταγγίζει το παραδοσιακό τραγούδι στις νεότερες γενιές, ενώ στα 80 του χρόνια σήμερα παραμένει άοκνος διάκονος και κιβωτός της δημοτικής μας παράδοσης. Απόψε τον φιλοξενεί η σκηνή του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης, όπου συμμετέχει στο αφιέρωμα “Ενθύμιον Κωνσταντινουπόλεως”. Με αφορμή την εμφάνισή του στην πόλη, μοιράστηκε μαζί μας μνήμες από τη μακρόχρονη πορεία του, αλλά και το όνειρο που θέλει να εκπληρώσει.
Βρίσκεστε στην πόλη μας, για να μας ταξιδέψετε στην... Πόλη. Τι τραγούδια θα ερμηνεύσετε;
Είχα αρκετό καιρό να ανεβώ στη Θεσσαλονίκη, που την αγαπώ ιδιαίτερα, γιατί έχει και πολλούς δικούς μας, Θρακιώτες. Η συναυλία θα είναι ένα άκουσμα ποικίλο, που αφιερώνεται ως ενθύμιο για την Κωνσταντινούπολη. Εγώ θα ερμηνεύσω τραγούδια που αναφέρονται στην άλωση της Πόλης, αλλά και τοπικά της Κωνσταντινούπολης, που τα έφεραν εδώ σ’ εμάς οι πρόσφυγες.
Η μουσική της Θράκης, ειδικά της ανατολικής, είναι συνυφασμένη με το βυζαντινό τραγούδι. Γι’ αυτό έλεγε και ο αείμνηστος λαογράφος μας Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου “θρακικό τραγούδι, βυζαντινό τροπάρι”. Και η δυτική Θράκη έχει στοιχεία, αλλά λιγότερα, γιατί είναι επηρεασμένη από τα Βαλκάνια. Η δε μουσική της βόρειας Θράκης έχει πιο πολύ βαλκανικό χρώμα, αλλά πάλι υπάρχουν στοιχεία της βυζαντινής μουσικής.
Επί μισό και πλέον αιώνα καταγράφετε τραγούδια της παραδοσιακής μας μουσικής. Παραμένει μεγάλο τμήμα αυτού του πλούτου ανεξερεύνητο;
Εγώ έχω καταγράψει σε δίσκους περίπου 400 τραγούδια. Αλλά αυτά που είναι ανέκδοτα και αυτά που υπάρχουν, ειδικά στην περιοχή του Έβρου, είναι αμέτρητα. Έχω κασέτες που ακόμη δεν πρόφτασα, μέσα σε τόσα χρόνια, να τις μελετήσω όλες. Έχω καταγράψει αρκετά τραγούδια και πολλά άλλα μου έχουν στείλει. Είναι τόσα πολλά που δεν μπόρεσα να τα μετρήσω! Εμείς -εγώ αλλά και αυτοί που προηγήθηκαν- κάναμε και κάποια επιλογή, ώστε να ακουστούν τραγούδια που έχουν να πουν κάτι ως ιστορία, ως μελωδία. Υπάρχουν και πάρα πολλά που δεν εξυπηρετούν την ιστορία μας, τη λαογραφία μας, αλλά δεν παύουν να είναι τραγούδια του λαού. Κι αυτά έπρεπε κανονικά να καταγραφούν. Πολλοί δάσκαλοι και τώρα και παλιότερα έχουν κάνει κάποιες συλλογές με τοπικά τραγούδια, αλλά είναι τόσα πολλά, που θα χρειαστεί πολύς χρόνος ακόμη και πολλοί άλλοι σαν κι εμένα, για να τα καταγράψουν όλα. Κάθε χωριό, ειδικά παλιότερα, που δεν ήταν εύκολη η επικοινωνία μεταξύ των χωριών -δεν υπήρχαν δρόμοι αλλά και επειδή, ως γνωστόν, μέχρι το 1920 ήμασταν, ειδικά στη Θράκη, ακόμη υπό την κατοχή των Τούρκων- ήταν μια μικρή, κλειστή κοινωνία και φρόντιζε να φτιάχνει τα δικά της πράγματα. Έφτιαχναν τα δικά τους τραγούδια, τους δικούς τους χορούς, τις δικές τους στολές, γι’ αυτό υπάρχει αυτή η μεγάλη ποικιλία ακόμη και μεταξύ χωριών που απέχουν μόλις δύο-τρία χιλιόμετρα μεταξύ τους.
Σε παλαιότερη συνομιλία μας μου είχατε πει ότι όταν σας κάλεσε ο Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου να τραγουδήσετε στη ραδιοφωνική εκπομπή “Θρακικοί Αντίλαλοι”, απαντήσατε ότι ντρέπεστε να τραγουδήσετε δημόσια παραδοσιακά τραγούδια. Ήταν από προσωπική συστολή ή λόγω της αντιμετώπισης που είχε τότε η παραδοσιακή μουσική;
Ήταν αμέσως μετά την Κατοχή και ήταν η νοοτροπία γενικά των Ελλήνων να ρέπουν προς το ξένο. Έπρεπε να εξευρωπαϊστούμε γρήγορα. Ειδικά οι άνθρωποι των πόλεων θεωρούσαν τα παραδοσιακά τραγούδια και τις στολές ντεμοντέ, χωριάτικα, παρακατιανά. Εγώ τότε, ως νέος, μόλις είχα τελειώσει το γυμνάσιο, χωρίς να θέλω ακολούθησα το ρεύμα της εποχής. Και φυσικά οι συνομήλικοί μου θα με κορόιδευαν, αν έμενα στην εποχή του 1800 και του 1900. Κι έτσι, όταν με ρώτησε ο Παπαχριστοδούλου εάν ήθελα να κατεβώ στην Αθήνα να τραγουδήσω μερικά τραγούδια, με τη νεανική αφέλεια και την επαρχιωτική, ας το πούμε, νοοτροπία, του είπα αυθόρμητα αυτό που αισθανόμουν, ότι αγαπώ αυτά τα τραγούδια, τα ξέρω, αλλά ντρέπομαι να τα πω. Θεωρώντας ότι θα με κορόιδευαν. Κι όμως αυτό δεν συνέβη. Παρόλο που στο Διδυμότειχο, μια μικρή πόλη των 5.000 κατοίκων τότε, υπήρχε αυτή η νοοτροπία, στην Αθήνα βρήκα ανθρώπους, όπως ο Παπαχριστοδούλου, ο Παντελής Καβακόπουλος, ο Σίμων Καρράς, που όχι μόνο δεν με κορόιδευαν, αλλά με αγκάλιασαν με τόση αγάπη και στοργή, που μου εμφύσησαν την ιδέα να ταχθώ, να υπηρετήσω αυτό το είδος. Μου έδωσαν να καταλάβω ότι όχι μόνο δεν πρέπει να ντρεπόμαστε γι’ αυτά τα τραγούδια, αλλά και να είμαστε υπερήφανοι, γιατί είναι η ιστορία μας, η θρησκεία μας, το είναι μας, η ταυτότητά μας.
Πώς αντέδρασε το οικογενειακό περιβάλλον σας στην ιδέα να ασχοληθείτε με την παραδοσιακή μουσική;
Η μάνα μου και ο πατέρας μου είχαν κάποιες αντιρρήσεις, γιατί την εποχή μας δεν τραγουδούσαν δημόσια οι άνδρες. Είχε επικρατήσει να τραγουδούν μόνον οι γυναίκες. Εμένα με προόριζαν, επειδή είχα κάποιο ταλέντο, να γίνω ψάλτης ή ιερέας, όπως ο πατέρας μου. Αλλά μόλις είδαν τα αποτελέσματα, με πόση αγάπη αγκάλιασε ο κόσμος αυτό που κάναμε με τον Παπαχριστοδούλου, τους έφυγαν αμέσως οι αντιρρήσεις.
Όταν κατεβήκατε στην Αθήνα, εργαστήκατε στο Σισμανόγλειο νοσοκομείο, από όπου συνταξιοδοτηθήκατε. Δεν μπορούσε να βιοποριστεί τότε κάποιος από το δημοτικό τραγούδι ή εσείς επιλέξατε να μην το αντιμετωπίσετε ως μέσο βιοπορισμού;
Το δημοτικό τραγούδι τότε ήταν πολύ παρεξηγημένο καταρχήν και υποβαθμισμένο. Για να βγάλεις λεφτά, έπρεπε να πηγαίνεις πολύ συχνά σε γάμους, σε πανηγύρια, να ξενυχτάς. Εμένα δεν μου άρεσε αυτό. Αλλά μη νομίζετε ότι έβγαζαν και τίποτα. Πήγαιναν για πενταροδεκάρες. Ήταν όμως και ο τρόπος που γινόταν η διασκέδαση με το δημοτικό τραγούδι. Πολύ κουραστικός και όχι και τόσο αξιοπρεπής, γιατί έχεις να κάνεις με ανθρώπους εν ευθυμία. Εγώ προτιμούσα να είμαι ένας υπάλληλος και παράλληλα να υπηρετώ την παραδοσιακή μουσική ερασιτεχνικά. Ερασιτεχνικά μεν, αλλά πιο σωστά. Διότι, όταν πας να γίνεις επαγγελματίας, είσαι υποχρεωμένος να κάνεις και κάποιες παραχωρήσεις και υποχωρήσεις, οι οποίες μπορώ να πω ότι βλάπτουν την παράδοση.
Σήμερα πώς αντιμετωπίζεται το παραδοσιακό τραγούδι;
Είναι πολύ καλύτερα τα πράγματα. Το δημοτικό τραγούδι, το παρεξηγημένο, το υποβαθμισμένο, μερικοί δάσκαλοι της γενιάς μου κι εγώ με τις δικές μου δυνάμεις το ανεβάσαμε στο Μέγαρο Μουσικής και στο Ηρώδειο, πράγμα αδιανόητο για εκείνη την εποχή. Το είχαν τόσο παρεξηγημένο που, να φανταστείς, τους ερμηνευτές δεν τους έλεγαν μουσικούς. Τους έλεγαν γύφτους. Όχι ότι δεν ήταν καλοί καλλιτέχνες οι Ρομ. Έχουν εκλείψει αυτά, ευτυχώς! Τώρα βοηθά και το κράτος, γιατί έχει ιδρύσει τα τελευταία 20 χρόνια γύρω στα 50 μουσικά σχολεία. Έχουν γίνει πάρα πολλοί πολιτιστικοί σύλλογοι και μάλιστα ορισμένοι έχουν κάνει τεράστιο έργο. Χρειάζεται βέβαια η πολιτεία να τους ενισχύσει. Σχεδόν όλοι οι δήμοι έχουν πνευματικά κέντρα, όπου πηγαίνουν τα παιδιά. Όλα αυτά βοηθούν. Και στη δισκογραφία είναι τώρα πιο εύκολο. Οι πάντες μπορούν να βγάλουν cd. Μόνο που στο εμπόριο δεν είναι επικερδές. Για τους συλλόγους, όμως, είναι πιο εύκολο πια να ηχογραφήσουν. Ακόμη και για τους ιδιώτες είναι πιο εύκολο. Με λίγα χρήματα μπορεί να ηχογραφήσει κάποιος ένα cd και να το μοιράσει σε 10-20 ανθρώπους που γνωρίζουν από παραδοσιακή μουσική, και να δείξουν το ταλέντο τους.
Έχετε κάποιο στόχο, κάποιο όνειρο που θέλετε να εκπληρώσετε;
Όνειρό μου είναι να ηχογραφήσω όσο το δυνατόν περισσότερα τραγούδια, που είναι διασκορπισμένα εδώ και εκεί, για να τα αφήσω σε εσάς τους νέους. Όταν έχω κάποιο χρόνο και μου το επιτρέπουν και οι δυνάμεις μου, γιατί έχω κουραστεί, ασχολούμαι με αυτά. Και μπορεί κάποιος από εκεί και πέρα να τα εκδώσει. Αυτό είναι το μεράκι μου, ο πόθος μου. Και φυσικά να πούμε στους νέους, που η πλειοψηφία τους ρέπει προς το ξένο άκουσμα ή σε άλλα είδη, να σκύψουν με περισσότερη αγάπη και προσοχή στο παραδοσιακό τραγούδι.
Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ
Μέχρι την... Πόλη των πόλεων θα μας ταξιδέψει το αποψινό αφιέρωμα “Ενθύμιον Κωνσταντινουπόλεως” στο Μέγαρο Μουσικής. Τραγούδια Ελλήνων, συνθέσεις μεταβυζαντινών μουσικοδιδασκάλων, τραγούδια αρμένικα, τουρκικά, καθώς και σεφαραδίτικα από τη σημαντική ισπανοεβραϊκή παράδοση θα ερμηνεύσει το βραβευμένο με το Grand Prix des Musiques du Monde της Γαλλικής Ραδιοφωνίας μουσικό σχήμα Εν Χορδαίς. Στο αφιέρωμα αυτό στη μουσική κληρονομιά της Πόλης συμμετέχουν, εκτός από τον Χρόνη Αηδονίδη, οι Françoise Atlan, Θωμάς Κοροβίνης, Ντιλέκ Κοτς στο τραγούδι, Χάικ Γιαζιτζιάν (oύτι, τραγούδι) και Χασάν Φακίρ (νάι), καθώς και το μουσικό σχήμα Constantinople.
Η προπώληση εισιτηρίων γίνεται αποκλειστικά από τα εκδοτήρια του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης και από τα εκδοτήρια του ΟΜΜΘ στην πλατεία Αριστοτέλους. Τιμές εισιτηρίων: 30, 25, 20 και 15 ευρώ (μαθητικά-φοιτητικά).