Διαφορές χωρίς διαβατήριο – Διαμεσολάβηση χωρίς σύνορα

Η παγκοσμιοποίηση των συναλλαγών, η κινητικότητα προσώπων, η ευρωπαϊκή ενοποίηση αλλά και η διεύρυνση του ψηφιακού εμπορίου έχουν φέρει στο προσκήνιο ένα φαινόμενο όλο και πιο συχνό: τις διασυνοριακές διαφορές. Διαφορές που αφορούν πρόσωπα, επιχειρήσεις ή συμβάσεις με στοιχεία από διαφορετικά κράτη – και συχνά, διαφορετικά νομικά συστήματα, γλώσσες και κουλτούρες.

Από εμπορικές διαφορές μεταξύ εταιρειών σε διαφορετικές χώρες, μέχρι γονεϊκές διαφορές μετά από διαζύγια σε μεικτούς γάμους ή παραγγελίες προϊόντων και υπηρεσιών από καταναλωτές σε άλλη χώρα, το ερώτημα παραμένει: πώς επιλύεται μία τέτοια διαφορά, χωρίς κόστος, καθυστέρηση και ανασφάλεια;

Η απάντηση που δίνουν όλο και περισσότερες χώρες –και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση– είναι μέσω της διαμεσολάβησης.

Η διαμεσολάβηση είναι μία εξωδικαστική, εκούσια και εμπιστευτική διαδικασία κατά την οποία τα μέρη μίας διαφοράς –με τη βοήθεια ουδέτερου τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή– προσπαθούν να καταλήξουν σε συμφωνία. Στο διασυνοριακό περιβάλλον ο ρόλος της γίνεται ακόμα πιο κρίσιμος, καθώς η παραδοσιακή δικαστική οδός είναι συχνά αναποτελεσματική, χρονοβόρα και πολυέξοδη.

Οι διαφορές αυτές εντοπίζονται σε τρεις βασικούς τομείς:

1. Εμπορικές – επιχειρηματικές διαφορές: Όταν εταιρείες από διαφορετικές χώρες εμπλέκονται σε διαφορές σχετικές με πληρωμές, όρους παράδοσης, υπαναχωρήσεις ή παραβίαση συμβάσεων. Συχνά, ακόμα και σε πλατφόρμες e-commerce, ο αγοραστής και ο πωλητής βρίσκονται σε διαφορετικές ηπείρους.

2. Οικογενειακές υποθέσεις: Σε μεικτούς γάμους ή όταν ένας γονέας μετακινείται σε άλλη χώρα με τα παιδιά. Θέματα όπως η επιμέλεια, η επικοινωνία ή ακόμα και η μετακίνηση ανηλίκου απαιτούν εξαιρετική λεπτότητα και γρήγορες λύσεις.

3. Καταναλωτικές διαφορές: Όταν ένας καταναλωτής αγοράζει προϊόν ή υπηρεσία από το εξωτερικό (π.χ. ταξιδιωτικό πακέτο, πτήση, ηλεκτρονική παραγγελία), η απουσία άμεσης πρόσβασης στον προμηθευτή και οι διαφορές στο νομικό πλαίσιο καθιστούν τη δικαστική διεκδίκηση πρακτικά αδύνατη.

Εδώ αναδεικνύεται η ευελιξία της διαμεσολάβησης: ταχύτητα, εχεμύθεια, χαμηλό κόστος, δυνατότητα ηλεκτρονικής διεξαγωγής, διατήρηση σχέσεων. Το κυριότερο: οι λύσεις είναι αποτέλεσμα συνεργασίας και όχι επιβολής.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με την οδηγία 2008/52/ΕΚ, ενθαρρύνει την εφαρμογή της διαμεσολάβησης σε διασυνοριακές υποθέσεις. Η Ελλάδα, με τον Νόμο 4640/2019, έχει υιοθετήσει αυτό το πλαίσιο. Επιπλέον, υπάρχουν ευρωπαϊκές δομές, όπως το δίκτυο FIN-NET για χρηματοοικονομικές διαφορές, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Καταναλωτή, αλλά και οι διαμεσολαβητές που μπορούν να αναλάβουν υποθέσεις εξ αποστάσεως, σε δύο ή περισσότερες γλώσσες. Η συμφωνία που προκύπτει από διαμεσολάβηση μπορεί να καταστεί εκτελεστή βάσει των διεθνών και ενωσιακών κανόνων. Έτσι, τα μέρη αποκτούν όχι μόνο λύση αλλά και ασφάλεια δικαίου.

Η πρόκληση για τα επόμενα χρόνια είναι η ενίσχυση της εμπιστοσύνης στη διαμεσολάβηση ως μέσο διεθνούς επίλυσης διαφορών. Σε έναν κόσμο όπου οι συνεργασίες και οι σχέσεις δεν γνωρίζουν σύνορα, ούτε η επίλυση των διαφορών μας πρέπει να περιορίζεται από αυτά.

Η διαμεσολάβηση είναι εργαλείο πολιτισμού. Και η επιτυχής επίλυση μίας διασυνοριακής διαφοράς –όχι με επιβολή αλλά με συνεννόηση– είναι η καλύτερη απόδειξη ότι το δίκαιο μπορεί να λειτουργεί πέρα από τα σύνορα, με την ανθρώπινη διάσταση στο επίκεντρο.

*Η κ. Γιαννοπούλου είναι Δικηγόρος Παρ. Αρείω Πάγω, ΔΝ Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια ΥΔ, ΗΒ, ΗΠΑ, Σιγκαπούρη Διευθύντρια Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Επίλυσης Συγκρούσεων

Δημοσιεύθηκε στην "Μακεδονία της Κυριακής" στις 03.08.2025