Δύσκολη εποχή για... εστίαση

Η εστίαση είναι μια υψηλών απαιτήσεων δουλειά που μπορούν να την κάνουν μόνον πολύ ικανοί ή αφελείς ή απελπισμένοι. Ούτε ψύλλος στον κόρφο τους…

Λένε πως η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού και πως -κατά συνέπεια- η ικανότητα της πολιτικής διαχείρισης ενός σύνθετου ζητήματος, έγκειται στο να μπορούν να βρίσκεται και να επιβάλλεται με το μικρότερο δυνατόν κόστος, η χρυσή τομή ανάμεσα σε συγκρουόμενα συμφέροντα και σε διαφορετικές ανάγκες που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.

Καθώς λοιπόν στη ζωή ελάχιστα πράγματα είναι δωρεάν (η αγάπη, η αλληλεγγύη, η συμπόνια κλπ), όλα εμπεριέχουν μια πρόσθεση και μια αφαίρεση. Κάτι δίνουν και κάτι παίρνουν. Κοντολογίς, σε ό,τι ωφελείται κάποιος, από κάπου αυτό αφαιρείται.

Το ζητούμενο λοιπόν στην πολιτική, είναι η αναζήτηση της χρυσής τομής, της λύσης δηλαδή που θα αφήνει μέσες άκρες όλους δίκαια θιγμένους και δίκαια ωφελούμενους.

Σε κάποιες περιπτώσεις βεβαίως, μπορεί να υπάρξει λύση που αφήνει τους πάντες ευχαριστημένους. Είναι οι λεγόμενες περιπτώσεις win win, στις οποίες κερδίζει ο ένας κερδίζει κι ο άλλος. Αυτό συμβαίνει με την προϋπόθεση πως από την εν λόγω δράση, παράγεται πρωτογενής πλούτος, φρέσκος και επαρκής, ο οποίος διανέμεται στους εμπλεκόμενους χωρίς να αφαιρείται από κάπου.

Αντιλαμβάνεστε ότι στον δημόσιο διάλογο, ως win win δράσεις εννοούμε αυτό που εντάσσεται στον όρο «ανάπτυξη», σε αντιδιαστολή με όλες τις υπόλοιπες διευθετήσεις, κατά τις οποίες παίρνεις από τον έναν και δίνεις στον άλλον.

Η εστίαση, είναι κατ’ εξοχήν χώρος ανταγωνισμού επιδιώξεων, προσδοκιών και συμφερόντων. Αν ένα καινούργιο μαγαζί μαζέψει όλον τον κόσμο -και συνακόλουθα το χρήμα- αυτό θα είναι εις βάρος της διπλανής ομοειδούς επιχείρησης που θα χάσει. Αν σε μια ταβέρνα που συνηθίζει να μην κόβει αποδείξεις επιβληθεί νομότυπη λειτουργία, αυτή θα εκτοξεύσει το κόστος λειτουργίας με ενδεχόμενο κίνδυνο για την βιωσιμότητα της επιχείρησης.

Τι θα κάνει ο μαγαζάτορας για να αντισταθμίσει τις απώλειες; Θα ανεβάσει τις τιμές, θα μειώσει τα έξοδά του αγοράζοντας φτηνότερες πρώτες ύλες σε βάρος της ποιότητάς των προσφερόμενων ειδών, θα περιορίσει τον χρόνο λειτουργίας για να αποφύγει υπερωρίες κι εξαιρέσιμα, θα καταλάβει πρόσθετο δημόσιο χώρο για να αυξήσει τους πελάτες του, θα κλέψει ρεύμα για να κόψει δαπάνη, θα απολύσει προσωπικό και πάει λέγοντας.

Αυτός είναι -στην απλοϊκότερη μάλιστα μορφή του- ο καθημερινός αγώνας των επιχειρήσεων της εστίασης που οφείλουν διαρκώς να μένουν σταθερές σε ποιότητα και προσφορά αλλά να προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται καθημερινά είτε από το κράτος (κάρτα εργασίας, αυξήσεις εισφορών, διασυνδέσεις POS, αυστηροί έλεγχοι) είτε από το δήμο (περιορισμός χρήσης δημόσιου χώρου, δημοτικά τέλη, έλεγχος υγιεινής κλπ), είτε από τους προμηθευτές (εκτίναξη τιμών λόγω ακρίβειας ή κερδοσκοπίας), είτε από τους ανταγωνιστές (ένα καινούργιο μαγαζί, ή μια φρέσκια ιδέα που «κλέβει» πελατεία) είτε είτε είτε.

Με όλες αυτές τις δυσκολίες, παράλληλα με τις αβεβαιότητες για το τι ξημερώνει αύριο και με πρόσθετο δεδομένο το «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο», καταλήγω στο ότι η εστίαση είναι μια υψηλών απαιτήσεων δουλειά που μπορούν να την κάνουν μόνον πολύ ικανοί ή αφελείς ή απελπισμένοι. Ούτε ψύλλος στον κόρφο τους…

* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 12.10.2025