
Στο ποδόσφαιρο, λένε συχνά οι φίλαθλοι, όταν χάνεις πολλές ευκαιρίες κινδυνεύεις με μία αναπάντεχη ήττα.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το ίδιο συμβαίνει και στην πολιτική. Ο Κώστας Σημίτης, σε μία από τις τελευταίες ομιλίες του, είχε πει, «οι ευκαιρίες στην πολιτική δεν παρουσιάζονται διαρκώς και επ’ αόριστο χρονικό διάστημα».
Το πολιτικό μας σύστημα όμως είναι κουφό σε συμβουλές.
Εγκλωβισμένο σε μία παρωχημένη αρχιτεκτονική όπου ο ασυγκράτητος πρωθυπουργοκεντρισμός είναι το θεμέλιό της, χάνει σειρά ευκαιριών να αποκαταστήσει την κλονισμένη εμπιστοσύνη των πολιτών προς αυτό και να άρει την αποξένωση της κοινωνίας (ιδίως των νέων) από την πολιτική διαδικασία.
Και σα να μην έφτανε αυτό, πολλά στελέχη του πολιτικού μας προσωπικού συμπεριφέρονται ως διαρκώς υπό μεταγραφή επαγγελματίες της εξαπάτησης, εντείνοντας την αποστασιοποίηση από τους παραδοσιακούς θεσμούς της πολιτικής εκπροσώπησης.
Το αποτέλεσμα είναι ένα ρεσιτάλ χαμένων ευκαιριών.
Ας ξεκινήσουμε από την κυβερνητική παράταξη.
Πατώντας πάνω στην αποτυχία των κυβερνήσεων των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και στη συλλογική απογοήτευση από τα «ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα», έχτισε από το 2016 μία πολιτική ηγεμονία, αξιοποιώντας παράλληλα μία πολιτική-ιδεολογική μετατόπιση της κοινωνίας προς «δεξιότερες» κατευθύνσεις.
Αυτή η ηγεμονία έδωσε απανωτές εκλογικές επιτυχίες, η διαχείριση των οποίων οδήγησε στην… απώλειά της. Εξηγώ: Η κυβερνητική πολιτική από το ’19 και μετά, χωρίς να στερείται θετικών βημάτων, απέτυχε να πείσει την κοινωνία πως οδεύει με κάποιον οδικό χάρτη προς έναν κεντρικό στόχο εθνικού χαρακτήρα. Αντιθέτως, στη συνείδηση των πολλών (οι δημοσκοπήσεις δεν είναι μόνο για τους αριθμούς που βολεύουν αλλά και για τους «ενοχλητικούς») η κυβέρνηση μάλλον φαντάζει ως ένας αυτοεξυπηρετικός μηχανισμός.
Η νίκη της ΝΔ του 2019 είχε όλες τις προϋποθέσεις να αποτελέσει ένα «ανάποδο 1981». Όμως, σπαταλήθηκε σε μικρές ικανοποιήσεις του εκλογικού σώματος ή σε «αιματηρές» μάχες μικρού τελικού κοινωνικού εκτοπίσματος. Αυτήν τη στιγμή, σχεδόν κανένας τομέας κυβερνητικής πολιτικής δεν συγκεντρώνει την αποδοχή, όχι της απόλυτης πλειοψηφίας, αλλά ούτε καν του ποσοστού που έλαβε στις εθνικές εκλογές ή τις ευρωεκλογές.
Σήμερα, η κυβέρνηση αναδεικνύει (και καλά κάνει), με κάθε τρόπο, ότι είναι πρώτη δύναμη, αλλά αποκρύπτει (και δεν κάνει καλά, ιδιαίτερα στον εαυτό της) ότι έχει ποσοστά… δεύτερου κόμματος. Διότι, αν εξαιρέσουμε τον «τρελό Μάιο» του 2012 , τα σημερινά δημοσκοπικά ποσοστά της ΝΔ, σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο, τα είχαν δεύτερα κόμματα.
Προφανώς, το στοιχείο αυτό είναι σύμπτωμα βαθύτερης κρίσης του πολιτικού συστήματος. Με το οποίο κανείς δεν ασχολείται.
Και ερχόμαστε εδώ, στην αντιπολίτευση. Η οποία δεν είναι σε καμία περίπτωση μία ενιαία οντότητα, όπως επιμένει η κυβέρνηση να την παρουσιάζει. Είναι κατακερματισμένη και πολυπρισματική.
Ας μείνουμε, λοιπόν, στην αξιωματική αντιπολίτευση. Η οποία φαίνεται να αξιοποιεί την ευκαιρία να παρουσιαστεί ως υπεύθυνη και προγραμματική πολιτική δύναμη, αλλά δίνει την εντύπωση πως χάνει την ευκαιρία να διαμορφώσει ισχυρό κοινωνικό ρεύμα -χωρίς το οποίο, η πρώτη θέση στις εκλογές είναι απλώς ρητορικό σχήμα.
Η αξιωματική αντιπολίτευση, κατά τη γνώμη μου, θα ανέπτυσσε άλλη δυναμική, εάν, κατά προτεραιότητα και προνομιακά, έθετε ζητήματα αλλαγής του πολιτικού συστήματος, με ένα συγκεκριμένο σχέδιο και άξονες προτεραιοτήτων.
Χωρίς μία «οραματική» εξαγγελία αλλαγής του πολιτικού συστήματος, οι προγραμματικές δεσμεύσεις καθίστανται ένας ακόμα γύρος στο πολιτικό παίγνιο, αδιάφορο για τους πολλούς…
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 28.09.2025