Η Εκκλησία ως μαρτυρία στον δημόσιο χώρο

Μήνυμα Ελπίδας του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Φιλοθέου

Η φράση του προφήτη Ησαΐα, «φανερώθηκα σ’ αυτούς που δεν με αναζητούσαν και έγινα γνωστός σ’ εκείνους που δεν με ρωτούσαν», όπως την παραθέτει ο απόστολος Παύλος στο σημερινό Αποστολικό ανάγνωσμα (Ρωμ. 10: 11-21, 11:1-2), αποκαλύπτει μία συγκλονιστική αλήθεια: ο Θεός δεν περιμένει παθητικά να Τον ανακαλύψουν οι άνθρωποι, αλλά δρα ενεργητικά και ο Ίδιος αποκαλύπτεται, εισέρχεται στην ιστορία και προσφέρεται στον κόσμο.

Η παρουσία του Θεού στη ζωή μας δεν είναι καρπός ανθρώπινης αναζήτησης, αλλά δώρο θεϊκής επίσκεψης. Αυτή η θεία «εύρεση» των μη ζητούντων αποτελεί τον πυρήνα της χριστιανικής μαρτυρίας και δείχνει γιατί η Εκκλησία δεν μπορεί να περιοριστεί στο ιδιωτικό «δωμάτιο» της πίστης, αλλά οφείλει να αποτελεί μία ζωντανή παρουσία στον δημόσιο χώρο.

Ο Παύλος επισημαίνει, συνεχίζοντας, ότι η πίστη γεννιέται «εξ ακοής», από το άκουσμα, δηλαδή, του λόγου του Θεού. Μα πώς, όμως, θα υπάρξει αυτή η ακρόαση αν δεν υπάρχει φωνή; Ο χριστιανός δεν καλείται απλώς να πιστεύει, αλλά να μεταφέρει, να κηρύττει, να μαρτυρεί. Το Ευαγγέλιο δεν είναι ιδιωτικό βίωμα, αλλά κοινό αγαθό· δεν είναι προσωπική πεποίθηση, αλλά μήνυμα σωτηρίας για όλους. Η Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, έχει αποστολή να κάνει ορατό τον Θεό εκεί όπου ο κόσμος νομίζει ότι δεν Τον χρειάζεται.

Στη σύγχρονη κοινωνία, όπου κυριαρχεί η αντίληψη ότι η θρησκεία πρέπει να περιορίζεται στο «ιδιωτικό», η δημόσια παρουσία της Εκκλησίας συχνά θεωρείται παρεμβατική ή αναχρονιστική. Η σιωπή της Εκκλησίας, όμως, δεν είναι ουδετερότητα· είναι απουσία μαρτυρίας. Ο Χριστός δεν ήρθε για να ιδρύσει έναν θεσμό εσωστρεφούς ευσέβειας, αλλά για να φέρει στον κόσμο τη Βασιλεία της Αλήθειας και της Αγάπης. Κι αυτή η Βασιλεία δεν επιβάλλεται, αλλά προτείνεται και προσφέρεται με ελευθερία·δεν κραυγάζει, αλλά ακτινοβολεί δεν απομονώνεται, αλλά εισέρχεται στον δημόσιο χώρο και στον διάλογο, για να φωτίσει με την παρουσία της τη ζωή των ανθρώπων.

Η Εκκλησία με την παρουσία της στον δημόσιο χώρο δεν διεκδικεί εξουσία αλλά υπενθυμίζει την αξία του ανθρώπου, την σημασία της κοινότητας, την ιερότητα της ζωής, την ανάγκη για δικαιοσύνη και έλεος. Εκεί όπου υπάρχει σύγχυση, ψεύδος ή απελπισία, η Εκκλησία καλείται να φανερώνει τον Θεό που αποκαλύπτεται στους μη αναζητούντες. Γίνεται, έτσι, το βλέμμα που στρέφεται στο περιθώριο, ο λόγος που προσφέρει ελπίδα, το χέρι που απλώνεται εκεί όπου δεν το περιμένουν.

Η μαρτυρία αυτή δεν είναι εύκολη. Ο κόσμος συχνά αντιδρά, όπως και ο αρχαίος Ισραήλ, ως «λαός απειθών και αντιλέγων». Κι όμως, ο Θεός δεν κουράζεται να περιμένει και δεν παύει να απλώνει τα χέρια Του. Έτσι και η Εκκλησία καλείται να μένει ανοιχτή, να συνεχίζει να προσκαλεί, να κηρύττει, να αγαπά.

Η πίστη, λοιπόν, δεν είναι φυγή από τον κόσμο αλλά είσοδος σε αυτόν με το Φως του Χριστού. Και η Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, καλείται να βρίσκεται διαρκώς εκεί όπου ο άνθρωπος δεν ζητά τον Θεό, για να Τον φανερώσει. Για να προσφέρει την ζωή της ως μαρτυρία, την ελπίδα της ως δώρο, την αγάπη της ως απάντηση, διακηρύσσοντας ότι η ζωή εν Χριστώ παραμένει το θαύμα της σωτηρίας του ανθρώπου.