Η σοκολάτα. Της Κατερίνας Καριζώνη

Η γνωστή συγγραφέας γράφει για το makthes.gr

- Newsroom

Της Κατερίνας Καριζώνη

Χριστούγεννα του 1941. Το κρύο έτσουζε, οι δρόμοι είχαν σκεπαστεί με χιόνι, λίγοι άνθρωποι κυκλοφορούσαν έξω χωμένοι στα βαριά παλτά τους. Ο ουρανός γκρίζος και βουρκωμένος. Νύχτωνε σιγά σιγά. Μια νύχτα μέσα στην Κατοχή. Χριστούγεννα και η Θεσσαλονίκη είχε χτυπηθεί από την πείνα. Ο κόσμος πέθαινε απ΄ την ασιτία. Στους δρόμους περνούσες πάνω από πτώματα, άλλα ξαπλωμένα στα πεζοδρόμια, άλλα στις εισόδους των πολυκατοικιών, άλλα στις παγωμένες αυλές των χαμηλών σπιτιών. Ασιτία. Τι βάρβαρη λέξη! Ο πολιτισμός του Πολέμου που έφεραν οι Γερμανοί στη χώρα. Τα τρόφιμα είχαν εξαφανιστεί κι ό,τι έβρισκες ήταν στη Μαύρη Αγορά και εφόσον διέθετες χρήματα. Σπάνιο αγαθό. Συνήθως οι μισθοί έφταναν για λίγες μέρες. Οι συντάξεις για ακόμα λιγότερες. Τα μαθήματα στα σχολεία γίνονταν συνοπτικά μέσα στις εκκλησίες καθώς τα σχολικά κτίρια τα είχαν επιτάξει οι γερμανοί. Οι μαθήτριες συχνά λιποθυμούσαν απ΄ την πείνα, οι καθηγητές δυσκολεύονταν να διδάξουν, σκελετωμένοι κι αυτοί, ταλαιπωρημένοι από την ασιτία. Οι διδακτικές ώρες ήταν ελάχιστες. Ποιος νοιαζόταν άλλωστε αν δεν είχε να φάει στο σπίτι του. Ποιος νοιαζόταν για γράμματα σε μια τέτοια εποχή.

Και να λοιπόν, στους άγριους και χαλεπούς καιρούς της Ιστορίας, σε μια βιτρίνα καταστήματος που πουλούσε τρόφιμα στην Τσιμισκή, στο σωτήριο έτος 1941 ανάμεσα στα υπόλοιπα εμπορεύματα, φιγουράριζε μια μεγάλη σοκολάτα. Τυλιγμένη στο χρυσόχαρτό της σαν πολύτιμο αγαθό, σκεπασμένη με το χρωματιστό περιτύλιγμα, έμοιαζε σαν μια πλάκα χρυσού που την είχαν τοποθετήσει επίτηδες σε κοινή θέα για να προκαλεί τους ενδεείς και πεινασμένους πολίτες της Θεσσαλονίκης. Ποιος όμως είχε λεφτά και διάθεση για τέτοια εδέσματα, όταν δεν υπήρχε φαγητό στο σπίτι. Ποιος θα αγόραζε σοκολάτες. Τίποτα μαυραγορίτες, συνεργάτες των γερμανών ίσως, καταδότες…

Ο μικρός Αντώνης είχε κολλήσει το πρόσωπό του στην βιτρίνα του μαγαζιού και τα μάτια του πλημμύριζαν δάκρια.

Οι άνθρωποι κοντοστέκονταν και τον παρατηρούσαν περίεργοι. ΄Ένα μικρό παιδί μέσα στην παγωνιά να κλαίει σπαρακτικά για μια σοκολάτα. Κουνούσαν συγκαταβατικά το κεφάλι τους χαμογελώντας και το προσπερνούσαν.

-Σε παρακαλώ, πάρε μου τη σοκολάτα, μπαμπά, συνέχιζε εκείνος. Σε παρακαλώ πάρε μου τη σοκολάτα. Τη θέλω τόσο πολύ. Τη θέλω τόσο πολύ…. σφίγγοντας το χέρι του πατέρα του.

Εκείνος μετρούσε κρυφά στην τσέπη του τα λιγοστά του χρήματα που με το ζόρι έφταναν για να χορτάσουν τα οκτώ παιδιά του, ο ίδιος και η ολιγαρκής γυναίκα του.

-Πάρε μου τη σοκολάτα, μπαμπά, ηχούσε μέσα στα αυτιά του η παρακλητική φωνή του γιου του. Πάρε μου τη σοκολάτα……σε παρακαλώ, δεν θα σου ζητήσω τίποτα άλλο.

Ο πατέρας του τον κοίταξε με θλιμμένο ύφος, έπαιξε με τα λίγα κέρματα που είχε στην τσέπη του. ΄Ηταν ελάχιστα, ίσως όσο έκανε η σοκολάτα. Αλλά προορίζονταν για τα λίγα συμπληρωματικά τρόφιμα που έπρεπε να αγοραστούν για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Ήταν ό,τι είχε απομείνει από την πενιχρή του σύνταξη. Δημόσιος υπάλληλος ο πατέρας και τώρα συνταξιούχος. Οι συνταξιούχοι είχαν χτυπηθεί πιο πολύ στην Κατοχή. Οι συντάξεις κάλυπταν τις διατροφικές ανάγκες για μια εβδομάδα, από κει και πέρα οι άνθρωποι κατέφευγαν στα συσσίτια, που συχνά οι μερίδες τους δεν έφταναν για να τους χορτάσουν.

Ο μικρός Αντώνης δεν έλεγε να ξεκολλήσει από την βιτρίνα, ενώ τα δάκρυά του κυλούσαν καυτά στα μάγουλα.

-Θα σου την πάρω Αντώνη, ήρθε ξαφνικά τρεμάμενη από τη συγκίνηση η φωνή του πατέρα του. Θα σου την πάρω Αντωνάκη μου, κι ας ήξερε ότι δεν θα έμενε φράγκο για τα υπόλοιπα τρόφιμα. Κι ας ήξερε ότι πάλι δεν θα χόρταιναν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.

Μπήκαν και οι δυο πιασμένοι από το χέρι. Το παιδί κατενθουσιασμένο, αλλά και ο πατέρας περήφανος που μπόρεσε να εκπληρώσει την επιθυμία του γιου του κι ας ήξερε τη συνέχεια. Αγόρασαν την σοκολάτα που άρχισε ήδη να την καταβροχθίζει με πάθος ο μικρός στο δρόμο.

-Θέλεις κι εσύ; Ρώτησε τον πατέρα του.

-Όχι Αντωνάκη μου, αυτή η σοκολάτα είναι για σένα.

Άλλο που δεν ήθελε ο Αντωνάκης, συνέχισε να απολαμβάνει την σοκολάτα περπατώντας κι ένιωθε σα να βάδιζε στον Παράδεισο. Ο Αντωνάκης που στη συνέχεια θα γινόταν μουσικός, θα μετανάστευε στην Γερμανία και θα κατέληγε πάλι στην πατρίδα του ζώντας μόνος του πια μετά από δύο γάμους σ΄ένα σπίτι στην γενέθλια πόλη του, στην Χαριλάου. Ο Αντωνάκης που μου τα διηγήθηκε όλα αυτά κλαίγοντας με λυγμούς γιατί καταλάβαινε την θυσία του πατέρα του. Ο θείος Αντώνης που έφυγε από μια Ελλάδα χτυπημένη από τον πόλεμο και την Κατοχή για να βρει δουλειά στην πατρίδα των εισβολέων, στη Γερμανία. Ο θείος Αντώνης που είδε τους γονείς του να πεθαίνουν από την ασιτία στην Κατοχή, ο θείος Αντώνης που ακόμα κλαίει όταν μιλάει για τους γονείς του κι εκείνη την απάνθρωπη εποχή και για την παράξενα σκληρή συνέχειά της. Ο θείος Αντώνης που παίζει σαξόφωνο και μιλάει τα γερμανικά σαν δεύτερη γλώσσα, αλλά η καρδιά του είναι πάντα καρφωμένη στην Ελλάδα.

Loader