LNG στον Θερμαϊκό; Άγνοια για μία παράδοξη «επένδυση»

Συνομιλώντας με συναδέλφους από το ελληνικό γραφείο της Greenpeace για την προετοιμασία μίας κοινής εκδήλωσης ενημέρωσης στη Θεσσαλονίκη γύρω από τη σχεδιαζόμενη πλωτή δεξαμενή μεταφόρτωσης και επαναεριοποίησης υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στον Θερμαϊκό κόλπο, μου έκανε εντύπωση το εύρημα της έρευνας κοινής γνώμης που είχαν διεξαγάγει. Μόλις 19% των πολιτών της Θεσσαλονίκης γνωρίζουν το συγκεκριμένο σχέδιο και τις πιθανές του συνέπειες στη ζωή της πόλης. Κι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς πρόκειται για ένα έργο που αδιαμφισβήτητα συνοδεύεται από κάποιους κινδύνους, ενώ έρχεται να εγκατασταθεί σε ένα αστικό περιβάλλον με μία ήδη ιδιαίτερα επιβαρυμένη ατμόσφαιρα.

Στην εκδήλωση που έλαβε χώρα στο MOMus-Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης ο Κώστας Νικολάου, δρ περιβαλλοντολόγος και τ. επισκέπτης καθηγητής ΑΠΘ με γνώση του ζητήματος εξήγησε πως η συγκεκριμένη εγκατάσταση LNG θα αποτελείται από δύο πλοία, τα οποία θα καταλαμβάνουν μία έκταση 80 στρεμμάτων στον Θερμαϊκό, σε ένα σημείο που θα απέχει περί τα 3 μόλις χιλιόμετρα από την παραλία της Θεσσαλονίκης και την προστατευόμενη περιοχή του δέλτα των ποταμών Γαλλικού, Αξιού, Λουδία και Αλιάκμονα. Αναφέρθηκε, δε, στη διαρροή μεθανίου που είναι δεδομένη σε τέτοια έργα, στις επιπτώσεις στο θαλάσσιο περιβάλλον, το οικοσύστημα αλλά και τις θαλάσσιες εκμεταλλεύσεις (αλιεία, μυδοκαλλιέργειες), καθώς και σε όσους/ες κινούνται καθημερινά στον κόλπο. Όσο για το ενδεχόμενο ατυχήματος που δεν είναι αμελητέο, επισημάνθηκε πως μπορεί να προκληθεί είτε μία φλεγόμενη λίμνη στο νερό, για την οποία δεν είναι γνωστός κανένας τρόπος κατάσβεσης είτε ένα φλεγόμενο νέφος στον αέρα, που μπορεί να φτάσει σε ακτίνα τουλάχιστον 5 χιλιομέτρων.

Φυσικά, δεν μπορεί να παραγνωριστεί πως ένα τέτοιο έργο έρχεται να προστεθεί σε μία από τις επτά πιο μολυσμένες περιοχές της Ελλάδας σύμφωνα με έρευνα που επικαλέστηκε σε παρουσίασή της στην εκδήλωση η ιατρός ΕΣΥ, παθολόγος-εντατικολόγος, Χριστίνα Κυδώνα. Οι ρύποι και τα μικροσωματίδια είναι τέσσερις φορές περισσότερα από το ανώτατο επιτρεπτό όριο και ευθύνονται για εκατοντάδες θανάτους κάθε χρόνο, καθώς ιατρικές μελέτες εδώ και χρόνια έχουν αποδείξει τη σύνδεση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης με την αύξηση της θνησιμότητας. Τέτοια στοιχεία δεν μπορεί παρά να υπαγορεύουν τη λήψη δραστικών μέτρων για την ποιότητα ζωής στην πόλη. Και σίγουρα ένας σταθμός LNG δεν ανήκει σε αυτά.

Με δεδομένο πως το έργο δεν έρχεται να καλύψει τις ενεργειακές ανάγκες της χώρας, προκύπτουν εύλογα ερωτήματα όπως γιατί να επιλεγεί ένα καύσιμο 33% πιο ρυπογόνο και καταστροφικό για το κλίμα από ό,τι ο άνθρακας; Πόσο βιώσιμη είναι η πορεία που πρέπει να ακολουθηθεί για τη μεταφορά του υγροποιημένου αερίου από πολύ μακριά με σκοπό την εξαγωγή του μέσω αγωγών σε άλλες χώρες; Και εντέλει με ποια κριτήρια μπορεί να λαμβάνεται μία τέτοια απόφαση, όταν οι Δήμοι του παράκτιου μετώπου της Θεσσαλονίκης μέσω της ΠΕΔΚΜ έχουν εκφράσει την πλήρη αντίθεσή τους;

Και πάλι καταλήγουμε στο ερώτημα: ποιος και πώς λαμβάνει τις αποφάσεις για τη ζωή στις ελληνικές πόλεις; Τα κενά διακυβέρνησης μέσω των κατακερματισμένων αρμοδιοτήτων και των αντικρουόμενων συμφερόντων αναδεικνύονται συνεχώς και με διαφορετικές αφορμές.

*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 29.06.2025