Οι πέντε εξελίξεις που σηματοδοτεί η Αλάσκα. Γράφει ο Σωτήρης Μητραλέξης

Η συνάντηση των προέδρων ΗΠΑ και Ρωσίας στις 15 Αυγούστου αποτελεί σημείο καμπής για τη διεθνή τάξη

- Newsroom

Γράφει ο Σωτήρης Μητραλέξης*

Η συνάντηση των προέδρων ΗΠΑ και Ρωσίας στις 15 Αυγούστου στην Αλάσκα, ένα γεωγραφικό και συμβολικό σύνορο μεταξύ Ασίας και Αμερικής, αποτελεί σημείο καμπής για τη διεθνή τάξη. Η επιλογή του τόπου δεν είναι τυχαία: η Αλάσκα, ως το πιο απομακρυσμένο σημείο της αμερικανικής ηπείρου, αλλά και ως πρώην ρωσικό έδαφος, φέρει ιστορική και συμβολική βαρύτητα -ενώ η συνάντηση αφορούσε πρωτίστως έναν πόλεμο που δεν λαμβάνει χώρα ούτε στην Αμερική, ούτε στην Ασία, αλλά σε μία ήπειρο που παρακολουθεί τις εξελίξεις ερήμην της... Οι εξελίξεις που σηματοδοτεί η Αλάσκα, ένα πρώτο στάδιο μίας διαδικασίας που πέπρωται να διαρκέσει χρόνο και να έχει πολλά στάδια, μπορούν να συνοψισθούν σε πέντε.

1. Ο πρώην «ταραχοποιός παρίας» στο κόκκινο χαλί: το τέλος της απομόνωσης της Ρωσίας και το ρήγμα εντός της Δύσης

Η παρουσία του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν σε αμερικανικό έδαφος, με το (κυριολεκτικό) κόκκινο χαλί που έστρωσαν γι’ αυτόν Αμερικανοί στρατιώτες, σηματοδοτεί μια θεαματική ανατροπή της πολιτικής απομόνωσης της Ρωσίας. Η Δύση (δηλαδή: το ΝΑΤΟ συν τις αγγλοσαξωνικές χώρες εκτός του), που από το 2022 τουλάχιστον λειτουργούσε ως ενιαίο μέτωπο έναντι της Μόσχας, εμφανίζεται πλέον διχασμένη. Η Αλάσκα αποτυπώνει την ασυμβατότητα επιθυμιών εντός του δυτικού στρατοπέδου: οι ΗΠΑ, υπό την ηγεσία του Ντόναλντ Τραμπ, επιλέγουν τη διμερή προσέγγιση με τη Ρωσία, παρακάμπτοντας Ευρωπαίους και Ουκρανούς. Η μοίρα της ευρωπαϊκής ηπείρου και της αρχιτεκτονικής ασφαλείας της, και ιδιαίτερα της Ουκρανίας, κρίνεται σε πρώτο στάδιο σε ένα γεωγραφικό σημείο που συμβολίζει το σύνορο Ασίας-Αμερικής αλλά και τη γειτνίαση των υπερδυνάμεων, μακριά από τα ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων (ή το σαουδαραβικό Ριάντ, όπου οι προηγούμενοι κύκλοι διαπραγματεύσεων). Η Ουάσινγκτον επιλέγει να επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητές της, αφήνοντας την Ευρώπη να αντιμετωπίσει τις συνέπειες μιας απόφασης στη διαμόρφωση της οποίας δε συμμετείχε. Και, σε κάθε περίπτωση, η ρωσική ηγεσία είναι πλέον ανεπιθύμητο πρόσωπο για ένα σκέλος της Δύσης, το έλασσον και ευρωπαϊκό σκέλος, και επιθυμητός/αξιότιμος συνομιλητής για το άλλο σκέλος της Δύσης -το ισχυρότερο και αμερικανικό.

Εδώ ελλοχεύει ο πειρασμός να μιλήσει κανείς για πρόσωπα αντί για κράτη (μεγάλο αναλυτικό αμάρτημα στις διεθνείς σχέσεις!): να επικεντρωθεί στην αλλαγή αμερικανικής φρουράς ανάμεσα σε «Τραμπ» και «Μπάιντεν». Το μείζον όμως είναι η ίδια η έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία, που ναι μεν η μία πλευρά δεν τον έχει ακόμα τελεσιδίκως κερδίσει (εξ ου και αυτός δεν έχει λήξει), η άλλη πλευρά όμως τον έχει αναπόδραστα χάσει. Εάν, αντί για πανωλεθρία, ο σχεδιασμός της προηγούμενης αμερικανικής ηγεσίας για ταχεία πολιτική και οικονομική κατάρρευση του ρωσικού κράτους μέσω των κυρώσεων και της διεθνούς απομόνωσης επ’ αφορμή του ουκρανικού πολέμου είχε ευοδωθεί, με ταυτόχρονη μεγέθυνση του ΝΑΤΟ και υποχώρηση της Ρωσίας, τότε δεν θα στρωνόταν κανένα κόκκινο χαλί για τον Ρώσο πρόεδρο σε αμερικανικό έδαφος -ενώ ενδεχομένως δε θα είχαν και την ίδια έκβαση οι αμερικανικές εκλογές. Διότι, ούτως εχόντων των πραγμάτων επί του πεδίου, η εναλλακτική στο «κόκκινο χαλί» θα ήταν η περαιτέρω κλιμάκωση στην έμμεση σύγκρουση ΝΑΤΟ-Ρωσίας επί της Ουκρανίας, με το επόμενο σκαλί να είναι, επί της ουσίας, απευθείας σύγκρουσης -δηλαδή εντέλει πυρηνικό.

2. Η αποποίηση ευθυνών των ΗΠΑ για τον πόλεμο

Ο Πούτιν, στη συνάντηση της Αλάσκας, αντήχησε ρητώς την γραμμή του προέδρου Τραμπ δηλώνοντας πως ο πόλεμος στην Ουκρανία «δεν θα είχε λάβει καν χώρα σε μια προεδρία Τραμπ», ικανοποιώντας ορατά τον τελευταίο. Η δήλωση αυτή της ρωσικής ηγεσίας, πέρα από την προφανή πολιτική της διάσταση, επισημοποιεί την επιδιωκόμενη από τον Τραμπ στρατηγική αποποίησης αμερικανικών ευθυνών για την εξέλιξη του πολέμου. Οι ΗΠΑ, μέσω της συνάντησης κορυφής στην Αλάσκα, φαίνεται να μεταθέτουν την ευθύνη για την ειρηνευτική διαδικασία στους Ευρωπαίους και τους Ουκρανούς, εάν αυτοί δεν ακολουθήσουν το πλαίσιο που συμφωνήθηκε μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων. Η κίνηση αυτή όχι μόνο απελευθερώνει την Ουάσινγκτον από το βάρος της συνεχιζόμενης σύγκρουσης, αλλά και την τοποθετεί ως διαιτητή, παρά ως πρωταγωνιστή, στις εξελίξεις. Η αμερικανική ηγεσία, με αυτόν τον τρόπο, διατηρεί τη στρατηγική της ευελιξία, ενώ εκθέτει τους συμμάχους της σε πιέσεις για συμμόρφωση, διατηρώντας παράλληλα δυνάμεις για τη «στροφή στην Ασία» και την απέλπιδα διαχείριση της Μέσης Ανατολής.

3. Η στροφή προς την ειρηνευτική συμφωνία

Η παραδοσιακή γραμμή της μέχρι πρότινος ενιαίας Δύσης, όπως διατυπωνόταν έως και από τον Τραμπ μέχρι την Αλάσκα, ήταν η «άμεση κατάπαυση του πυρός», με την ειρηνευτική συμφωνία να παραπέμπεται σε ένα αόριστο μέλλον -δηλαδή, ένα παγωμένο μέτωπο «πράσινης γραμμής», το οποίο δύναται να αναθερμανθεί κατά το δοκούν όταν κριθεί σκόπιμο. Η Ρωσική Ομοσπονδία, από την άλλη, επέμενε στην ανάγκη για μια ολοκληρωμένη ειρηνευτική συμφωνία που θα αντιμετώπιζε τις «γενεσιουργές αιτίες» της σύγκρουσης (θυμίζοντας τα προσχέδια συμφωνίας που είχε αποστείλει τον Δεκέμβριο του 2021 σε ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, πριν τον πόλεμο), αντί για μια προσωρινή ανακωχή που στα μάτια της θα επέτρεπε τη συνέχιση του πολέμου σε δεύτερο χρόνο. Η Αλάσκα σηματοδοτεί μια κρίσιμη στροφή: οι πρόεδροι ΗΠΑ και Ρωσίας συμφώνησαν να προτεραιοποιήσουν την πλήρη ειρηνευτική συμφωνία, παρακάμπτοντας την άλλοτε ενιαία δυτική γραμμή της απλής και προσωρινής κατάπαυσης του πυρός, στην οποία επέμεναν και επιμένουν οι ηγεσίες της ΕΕ. Αυτή η εξέλιξη και δεύτερη διάσταση του ρήγματος εντός της άλλοτε Δύσης αφήνει τους Ευρωπαίους σε δυσμενή θέση, καθώς η στρατηγική τους αποδυναμώνεται, ενώ η Ρωσία συνεχίζει τις πολεμικές επιχειρήσεις μέχρι τη διαμόρφωση του πλαισίου συνολικής επίλυσης του πολέμου, προκαλώντας ρεαλιστική αίσθηση κατεπείγοντος προς τούτο στην άλλη πλευρά με αμερικανική πλέον συναίνεση.

4. Η μετατόπιση της ευθύνης στην Ουκρανία και την Ευρώπη

Μετά τη συνάντηση της Αλάσκας, το «μπαλάκι» της επίλυσης του πολέμου περνά στην ηγεσία της Ουκρανίας και τις ευρωπαϊκές ηγεσίες. Τόσο ο Πούτιν όσο και ο Τραμπ εξέφρασαν την ελπίδα ότι η διαδικασία θα ευοδωθεί με τη συνεργασία, και όχι την παρακώλυση, των ευρωπαϊκών και ουκρανικών ηγεσιών. Αυτή η εξέλιξη διαφέρει από την απλή αποποίηση ευθυνών των ΗΠΑ που αναφέρθηκε παραπάνω, καθώς εδώ η έμφαση δίνεται στην ανάληψη ευθύνης από την Ουκρανία και την Ευρώπη για την επιτυχία ή την αποτυχία της ειρηνευτικής διαδικασίας, ειδάλλως η έτερη πλευρά του ατλαντικού δύναται πλέον να νίψει τας χείρας της έχοντας κατά τεκμήριο «προσπαθήσει», ή έχοντας «κάνει τα πάντα». Η Ουκρανία, ως το κύριο θύμα του πολέμου, βρίσκεται σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση, καθώς η στάση της ηγεσίας της σε έναν πόλεμο που έχει ήδη κριθεί και απλώς σωρεύει απώλειες ζωών και εδαφών θα κρίνει όχι μόνο την έκβαση της σύγκρουσης, αλλά και τη μελλοντική της θέση στο διεθνές σύστημα.

5. Η ευρύτερη ατζέντα ΗΠΑ-Ρωσίας και η απόπειρα προσεταιρισμού της Ρωσίας έναντι της Κίνας

Οι μέχρι χθες ανύπαρκτες για καιρό σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας έχουν πολλά θέματα και εκκρεμότητες στο τραπέζι τους πέρα από το ουκρανικό: από άλλα πεδία πολεμικών συγκρούσεων στον πλανήτη, μέχρι την επικαιροποίηση πυρηνικών και άλλων συνθηκών, μέχρι τις διμερείς επιχειρηματικές, εμπορικές και οικονομικές ευκαιρίες που τόσο ψηλά ιεραρχεί η κυβέρνηση Τραμπ. Η συνάντηση της Αλάσκας ανοίγει για πρώτη φορά εδώ και καιρό τον δρόμο για ευρύτερες συνεργασίες και συνεννοήσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, με τον Τραμπ να επιχειρεί επιπροσθέτως έναν προσεταιρισμό της Μόσχας, έχοντας ως απώτερο στόχο την αντιμετώπιση της Κίνας. Ο ίδιος, σε συνέντευξή του στο Fox μετά τη συνάντηση κορυφής, ουσιαστικά ομολόγησε ότι η προσέγγιση της Ρωσίας αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για τη διαχείριση της κινεζικής επιρροής, περιγράφοντας τη Ρωσία και την Κίνα ως φύσει στρατηγικούς ανταγωνιστές, τους οποίους έφερε αφρόνως κοντά η προηγούμενη αμερικανική ηγεσία. Παρά τις αμφίβολες προοπτικές επιτυχίας αυτής της στρατηγικής, που βασίζεται σε ιδιαίτερα προβληματικές υποθέσεις εργασίας, η δήλωση του Τραμπ αποκαλύπτει τη φιλοδοξία του για ρήγμα στη συνεργασία και συνεννόηση μεταξύ Ρωσίας και Κίνας. Με συνέπεια την αποδυνάμωση των BRICS+ (ήτοι Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική, μαζί με τα νέα μέλη όπως Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Αίγυπτος, Αιθιοπία, Ινδονησία και Ιράν), που αθροιστικά είναι ήδη οικονομικά ισχυρότερα από τους G7 (ΗΠΑ, Καναδάς, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία) με όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης, δηλαδή με πραγματικούς όρους. Ρεαλιστική ή μη, η αμερικανική αυτή φιλοδοξία προσεταιρισμού της Ρωσίας είναι πλέον ρητά δηλωμένη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για όσα κράτη έχουν μείνει στην πλοκή της απομόνωσης της Ρωσίας από το διεθνές σύστημα.

Το αβέβαιο μέλλον

Παρά την αισιοδοξία που εκφράστηκε στην Αλάσκα, το μέλλον παραμένει αβέβαιο -ιδίως το μέλλον της Ουκρανίας. Ο πόλεμος διεξάγεται στην ευρωπαϊκή ήπειρο, και η στάση της Ουκρανίας, πρωτίστως, και των ευρωπαϊκών ηγεσιών, δευτερευόντως, θα καθορίσει εντέλει την έκβασή του. Η απολεσθείσα ισορροπία ασφαλείας μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας παραμένει εύθραυστη, με πιθανά περαιτέρω σημεία έντασης στο Καλίνινγκραντ, τη Βαλτική και τον Φιννικό Κόλπο, τη Λευκορωσία, τη Μολδαβία και τον Εύξεινο Πόντο. Η Αλάσκα, ως συμβολικό και στρατηγικό ορόσημο, δεν κλείνει το κεφάλαιο της σύγκρουσης και του πολέμου, φέρνει όμως νέα δεδομένα για την παγκόσμια τάξη -πέρα από τον δυσεπίλυτο γρίφο της Ουκρανίας.

*Ο Σωτήρης Μητραλέξης είναι διδάκτωρ πολιτικής επιστήμης και διεθνών σχέσεων, εργάζεται ως ερευνητής στο UCL και στο ΑΠΘ.

Loader