
Οι οικογενειακές επιχειρήσεις αποτελούν διαχρονικό θεσμό της ελληνικής οικονομίας. Ενσαρκώνουν αξίες όπως η εμπιστοσύνη, η συνέχεια και η αφοσίωση. Ωστόσο, η σύνδεση επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, ενώ αρχικά μοιάζει πλεονέκτημα, μπορεί να μετατραπεί σε εκρηκτικό μείγμα όταν προκύψουν διαφωνίες ή αλλαγές ισορροπιών.
Οι διαφορές αυτές είναι συνήθως οικονομικής φύσεως: ποιος έχει τον έλεγχο της επιχείρησης, πώς κατανέμονται τα κέρδη, ποιος είναι ο ρόλος των παιδιών ή του/της συζύγου, τι συμβαίνει μετά από ένα διαζύγιο ή έναν θάνατο. Συχνά, οι διαφωνίες δεν αφορούν μόνο τα χρήματα αλλά και την αναγνώριση, την ισορροπία δύναμης και την ανάγκη σεβασμού εντός της οικογένειας. Το προσωπικό στοιχείο εισβάλλει στον επιχειρηματικό χώρο και καθιστά δυσχερή οποιαδήποτε απόφαση απαιτεί αντικειμενικότητα.
Όταν η σύγκρουση ξεσπάσει, κινδυνεύει όχι μόνο η επιχειρηματική οντότητα, αλλά και η ίδια η οικογένεια. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η διαμεσολάβηση αναδεικνύεται ως μία εξαιρετικά χρήσιμη διαδικασία. Πρόκειται για δομημένη, εμπιστευτική και νομικά θεσμοθετημένη διαδικασία, στην οποία τα μέρη -με τη βοήθεια ουδέτερου διαμεσολαβητή- προσπαθούν να επιλύσουν τη διαφορά τους εξωδικαστικά, διατηρώντας τον έλεγχο της έκβασης της υπόθεσης στα χέρια τους.
Η διαμεσολάβηση επιτρέπει στα μέλη της οικογένειας να εκφράσουν τις ανάγκες, τα αιτήματα και τις ανησυχίες τους χωρίς φόβο. Η εμπιστευτικότητα της διαδικασίας διασφαλίζει ότι όσα ειπωθούν δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν μελλοντικά σε δικαστική διαμάχη, γεγονός που ενθαρρύνει τη συνεργασία και την ειλικρίνεια. Σε αντίθεση με τις δικαστικές διαδικασίες που είναι δημόσιες, αυστηρές και συχνά αποξενωτικές, η διαμεσολάβηση προσφέρει έναν χώρο πιο φιλικό, ουδέτερο και προσαρμοσμένο στην ιδιαιτερότητα της κάθε υπόθεσης.
Η διαδικασία αυτή είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική στις οικογενειακές επιχειρήσεις που δοκιμάζονται από μεταβολές: διαζύγια, δεύτερους γάμους, συνταξιοδοτήσεις, διαδοχή, επιστροφή ή αποχώρηση μελών. Ειδικά το ζήτημα της διαδοχής -ποιος θα αναλάβει τα ηνία της επιχείρησης- αποτελεί μια από τις πιο συχνές αιτίες εσωτερικής αναστάτωσης. Αντί να επιδεινώνονται μέσω δικαστικών διενέξεων, τα ζητήματα αυτά μπορούν να διευθετηθούν με τρόπο ρεαλιστικό, εξατομικευμένο και συναινετικά αποδεκτό.
Η συμφωνία που επιτυγχάνεται στη διαμεσολάβηση μπορεί να περιλαμβάνει ανακατανομή μετοχών, ρόλων, κερδών, χρονικά όρια συμμετοχής, καθώς και λύση της συνεργασίας με όρους που σέβονται την επαγγελματική και οικογενειακή ισορροπία. Επιπλέον, το αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης μπορεί να καταστεί εκτελεστός τίτλος, με πλήρη νομική ισχύ, προστατεύοντας κάθε μέρος από μελλοντικές αμφισβητήσεις.
Η διαμεσολάβηση δεν υπόσχεται ότι θα εξαφανίσει τις διαφωνίες. Προσφέρει όμως ένα πλαίσιο ασφάλειας και διαλόγου, όπου οι λύσεις χτίζονται από τα ίδια τα μέρη. Επιπλέον, συμβάλλει στην πρόληψη περαιτέρω κρίσεων, ενισχύει τη διαγενεακή συνέχεια και θωρακίζει τις επιχειρήσεις από ρήγματα που προέρχονται όχι από την αγορά, αλλά από το εσωτερικό της οικογένειας.
Σε έναν κόσμο όπου η ταχύτητα των εξελίξεων απαιτεί προσαρμογή και συνοχή, η δυνατότητα μιας οικογενειακής επιχείρησης να διαχειρίζεται τις εσωτερικές της συγκρούσεις δεν είναι απλώς επιθυμητή -είναι θεμελιώδης. Η διαμεσολάβηση αποτελεί, λοιπόν, ένα εργαλείο βιωσιμότητας, ανθρωπιάς και ωριμότητας για κάθε οικογένεια που επιλέγει να πορεύεται ενωμένη και επιχειρηματικά ενεργή.
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 08.06.2025