Όταν τα second hand είναι της μόδας

Κερδίζουν συνεχώς έδαφος τα καταστήματα που πουλούν ρούχα με το κιλό ή δίνουν δεύτερη ευκαιρία σε ενδύματα και υποδήματα

Σε μία εποχή που τα πάντα κινούνται με γρήγορους ρυθμούς και οι εξελιγμένες τεχνολογίες επηρεάζουν το κάθε τι τριγύρω μας, ανεπηρέαστος δεν θα μπορούσε να μείνει και ο κλάδος της μόδας, τη στιγμή που δεκάδες fast fashion (σ.σ. «ταχεία μόδα») πολυεθνικές ξεπουλούν τα μαζικής παραγωγής κομμάτια τους όλο και πιο εύκολα. Μπορεί αυτό να σημαίνει ότι το καταναλωτικό κοινό τους είναι μεγάλο και ευρύ, όμως από την αγορά υπάρχουν και εξαιρέσεις και δεν είναι λίγοι αυτοί που στρέφονται στην «εναλλακτική μόδα», όπως στα thrift καταστήματα, αλλά και σε μαγαζιά που φέρνουν καινούργια αλλά μοναδικά κομμάτια. 

Οι λόγοι είναι αρκετοί και διαφορετικοί για τον καθένα. Για κάποιους, προτεραιότητα είναι η ηθική και το περιβαλλοντικό αποτύπωμα, αφήνοντας πίσω τους τα fast fashion καταστήματα. Για άλλους, παίζει ρόλο η ποιότητα σε συνδυασμό με τη χαμηλή τιμή ή ακόμα και η στήριξη μίας μικρής και τοπικής επιχείρησης. Ένα, όμως, είναι το σίγουρο επιλέγοντας κάτι «πέρα από τη μάζα»: Η διαφορετικότητα, καθώς σε μαγαζιά που επιλέγουν οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες τα ρούχα που θα φέρουν, τα κομμάτια είναι μοναδικά και με… χαρακτήρα.

Πώς λειτουργούν τα second-hand και όχι μόνο;

«Τα ρούχα μας εμείς τα εισάγουμε από την Ιταλία αλλά και από άλλες χώρες. Επειδή πολλοί μας ρωτάνε πολύ συχνά αν αγοράζουμε ρούχα, δεν αγοράζουμε ρούχα από ιδιώτες, αλλά τα παίρνουμε από προμηθευτές που ειδικεύονται στη διαλογή τέτοιων ρούχων», δηλώνει στη «ΜτΚ» η Κική Στρατάκη, η οποία μαζί με την αδερφή της, Νάνσυ, έχουν κατάστημα με ρούχα από δεύτερο χέρι, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. 

Παρόμοια, είναι η διαδικασία διαλογής και για τον Χρήστο Γεωργαντά, ιδιοκτήτη καταστήματος. Ο ίδιος, βέβαια, τονίζει πως τα μαγαζιά που πουλάνε ρούχα από δεύτερο χέρι, όπως το δικό του, θεωρούνται... υγειονομικού ενδιαφέροντος. Ακριβώς, επειδή τα ρούχα είναι μεταχειρισμένα, είναι υποχρεωτική η βεβαίωση «αποπαρασίτωσης» από τους προμηθευτές, έτσι ώστε ο εκάστοτε ιδιοκτήτης να ξέρει πως δεν υπάρχουν μικρόβια στα ρούχα που θα φέρει. «Κάθε τιμολόγιο με τα ρούχα που έρχονται, συνοδεύεται και από ένα πιστοποιητικό αποπαρασίτωσης, αυτός είναι ο νόμος για όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση», λέει.  

Η Νάνσυ και η Κική Στρατάκη (αριστερά και δεξιά αντίστοιχα)
Η Νάνσυ και η Κική Στρατάκη (αριστερά και δεξιά αντίστοιχα)

Προσωπική επιλογή των ρούχων γίνεται και σε άλλα μαγαζιά μεταπώλησης που, όμως, φέρνουν καινούργια ρούχα και όχι μεταχειρισμένα. Όπως, για παράδειγμα, εξηγεί ο Θανάσης Πετρίδης, ο ίδιος πήγαινε στο εξωτερικό και προμηθευόταν τα ρούχα που θα φέρει στο μαγαζί του, τη στιγμή που στον δικό του χώρο υπάρχουν καινούργια κομμάτια τα οποία πωλούνται με το κιλό. 

Από τη μαζική παραγωγή, στην ηθική κατανάλωση 

Επιλέγοντας κανείς να αγοράσει από μικρά μαγαζιά ένδυσης είτε αυτά είναι thrift καταστήματα είτε τοπικές επιχειρήσεις που όμως φέρνουν ολοκαίνουρια ρούχα, συμβάλλει και σε κάτι μεγαλύτερο. Τη μείωση όχι μόνο του περιβαλλοντικού αποτυπώματος αλλά και την εξάλειψη της παιδικής εργασίας, κάτι στο οποίο συμφωνούν και οι τρεις επιχειρηματίες.

«Ό,τι ήταν παλιό ξαναβγαίνει απ’ τις ντουλάπες και ξαναφοριέται. Έτσι γίνεται και ανακύκλωση», συνεχίζει ο κ. Γεωργαντάς. «Δίνεις μία δεύτερη ζωή σε ένα ρούχο, χωρίς να αγοράσεις ένα καινούργιο και υπάρχει η φιλοσοφία από πίσω της ανακύκλωσης των ρούχων», προσθέτει και η κ. Στρατάκη. 

Ο Χρήστος Γεωργαντάς 
Ο Χρήστος Γεωργαντάς 

Στην αντίπερα όχθη αυτής της φιλοσοφίας και κάτι που ενισχύει το φαινόμενο της ταχείας μόδας, σύμφωνα με την κα. Στρατάκη, είναι η εμφάνιση διαδικτυακών εφαρμογών μεταπώλησης. «Αυτό, κάθε άλλο παρά οικολογικό είναι, δηλαδή ουσιαστικά τι κάνεις; Ξεφορτώνεσαι τα παλιά σου ρούχα και με τα λεφτά που θα βγάλεις θα πας να αγοράσεις καινούρια. Αυτό απλά ενισχύει τα fast fashion brands και το αποτύπωμα στο πλανήτη». 

Από την πλευρά του, ο κ. Γεωργαντάς εξηγεί πως η εμφάνιση τέτοιου είδους εφαρμογών είναι κάτι θετικό, γιατί ο κόσμος μπορεί από την άνεση του σπιτιού του να πουλήσει κάτι που δεν θέλει, και όχι μόνο να βγάλει χρήματα, αλλά και να του δώσει μιία δεύτερη ζωή. Υπενθυμίζει, όμως, πως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει ο καταναλωτής να στηρίξει τις τοπικές επιχειρήσεις, αφού αυτές είναι που με τη σειρά τους στηρίζουν τον τόπο. 

Ο Θανάσης Πετρίδης 
Ο Θανάσης Πετρίδης 

Γιατί να πούμε «όχι» στο fast fashion; 

Εκτός από τα παραπάνω επιχειρήματα που εξηγούν γιατί κανείς να στραφεί σε πιο εναλλακτικούς τρόπους ένδυσης, υπάρχει και κάτι άλλο που διαφοροποιεί τα μικρά vintage μαγαζιά από τους fast fashion κολοσσούς. Κάτι στο οποίο βρίσκει σύμφωνους και τους τρεις ομιλητές: Η διαφορετικότητα. 

Είτε κανείς επισκεφθεί το μαγαζί των αδερφών Στρατάκη είτε του κ. Πετρίδη και του κ. Γεωργαντά, θα δει πως τα ρούχα που υπάρχουν διαφέρουν από τη μάζα. Είναι κομμάτια ιδιαίτερα, μοναδικά. Που είτε μετράνε πολλά είτε λίγα χρόνια ζωής, ξεχωρίζουν γιατί δεν είναι συνηθισμένα. Όμως ένα είναι σίγουρο, είναι ποιοτικά.

Άτομα διαφόρων ηλικιών μπορούν να βρουν κάτι που να τους αρέσει. Από τον πιο μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο και όσον αφορά τις τιμές, υπάρχουν επιλογές για κάθε πορτοφόλι. 

Σε καταστήματα, όπως του κ. Πετρίδη, όπου η τιμή διαμορφώνεται σύμφωνα με το κιλό της ποσότητας, η κατάσταση έχει ως εξής: «Προσπαθώ με νύχια και με δόντια να κρατήσω την τιμή όσο πιο χαμηλά μπορώ, ακόμα και αν χάσω από το δικό μου το κέρδος, δυστυχώς. Η τιμή, πάντως, αυτήν τη στιγμή είναι στα 30 ευρώ το κιλό», λέει στη «ΜτΚ», επισημαίνοντας πως δεν διστάζει να κάνει και προσφορές ανά διαστήματα για να επωφεληθεί ο κόσμος.

Ζυγίζοντας τα ρούχα 
Ζυγίζοντας τα ρούχα 

Για σχετικά οικονομικές τιμές στα ρούχα από δεύτερο χέρι κάνει λόγο και η κ. Στρατάκη, με την ίδια να διευκρινίζει πως η τιμή του κάθε ρούχου επηρεάζεται από κάποια κριτήρια. Όπως, δηλαδή, η ποιότητα, η μοναδικότητα, το υλικό, και γενικά το ίδιο το κομμάτι. Όμως, η «τάση» της υπερτιμολόγησης που παρατηρεί από συναδέλφους, είναι αυτό που φοβάται ότι θα στρέψει τον κόσμο μακριά από vintage μαγαζιά, ένα φαινόμενο που αναφορικά με τον κ. Γεωργαντά, οφείλεται στη ζήτηση των καταναλωτών που έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. 

*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 02.11.2025

Loader