ΣΙΝΕΜΑ Υπόγεια φθορά και προπαγάνδα. Του Αλέξη Ν. Δερμεντζόγλου

- Newsroom

Ο τρόμος είναι της μόδας από την αρχή του κινηματογράφου. Λογικό, αφού δεν αποτελεί μόνο ψυχαγωγικό δεδομένο, αλλά και έναν πρώτης τάξεως καθαρτήριο μηχανισμό

Η άνθηση του είδους σημειώθηκε τον μεσοπόλεμο, κατά την οικονομική κρίση. Τη δεκαετία του ’50 έχουμε μια αναβίωση και το ’70 μια μεγάλη επανεμφάνιση. Άλλο ένα κύμα έρχεται τη δεκαετία του ’90. Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά; Την απάντηση ίσως μπορεί να τη δώσει το φιλμ “Η Μούμια: Η αυτοκρατορία του δράκου”, που θα προβάλλεται από την Πέμπτη.

Όταν σε μια χρονική περίοδο παρατηρούμε την εμφάνιση πολλών ταινιών από ένα συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος, είναι σωστό να αναρωτηθούμε γιατί. Ας πούμε, η δεύτερη μεγάλη οικονομική κρίση του 20ού αιώνα -η πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του ’70- γέννησε τα φιλμ καταστροφής, ενώ το τρομερό κραχ του ’30 μας έφερε τη χρυσή εποχή του “φανταστικού” και κάποιες γνωστές ταινίες τρόμου με διάσημες υπογραφές.
Συγκεκριμένα, στα 1932 ο Καρλ Φρόιντ γύριζε τη “Μούμια” με τον Μπόρις Καρλόφ. Ακολουθεί καταιγισμός ανάλογων φιλμ, όπως “Το χέρι της μούμιας” (1940), “Ο τάφος της μούμιας” (1942), “Το φάντασμα της μούμιας” (1944), “Η κατάρα της μούμιας” (1945).
Η αναβίωση του είδους από την περίφημη βρετανική “Χάμερ φιλμ” έρχεται το 1959 με τη “Μούμια” του Τέρενς Φίσερ, για να ακολουθήσει στα 1966 το “Σάβανο της μούμιας”.
Το 1999 ο Στίβεν Σόμερς γυρίζει τη δική του “Μούμια”, που γνωρίζει ανέλπιστα μεγάλη επιτυχία, με την ιστορία του αρχαιολόγου (τον υποδύεται ο Μπρένταν Φρέιζερ) που μπλέκει σε κωμικές περιπέτειες. Έτσι, γυρίζεται και η συνέχειά της, “Η επιστροφή της Μούμιας” (2001), πάλι από τον Σόμερς.

ΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ
Η επιτυχία της “Μούμιας” εξηγείται και από το γεγονός ότι τον δρόμο είχε ανοίξει το ’80 ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, όταν με τον “Ιντιάνα Τζόουνς και τους κυνηγούς της χαμένης κιβωτού” λάνσαρε ένα είδος επεισοδιακής περιπέτειας με φόντο τον μεσοπόλεμο και βάση τις αρχαιολογικές αναζητήσεις.
Τώρα ο Ρομπ Κοέν επανέρχεται με μια τρίτη “Μούμια”, εμφανώς τροποποιημένη και “μακιγιαρισμένη”. Πρόκειται για άλλη μια μόδα ή για μια διαφορετική στόχευση; Για μία ακόμη συνέχεια ή για κάτι άλλο; Κι αυτό το άλλο μπορούμε να το θεωρήσουμε αμελητέο; Αρκεί μία λεπτομέρεια για να καταστρέψει την ψυχαγωγία μας;

ΣΤΡΑΤΕΥΣΗ ΣΕ ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΥΣ
Για να το θέσω πιο απλά. Το κυρίαρχο πρόβλημα της κριτικής κινηματογράφου, η μοναξιά και η τραγικότητά της, είναι το εξής: Αν θέλει κάποιος να προσφέρει μια προνομιακή ανάγνωση ενός φιλμ, πόσο λεπτολόγος δικαιούται να είναι; Διότι, αν ξεσκονίζει μικρές λεπτομέρειες που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν οι θεατές, σε ποιους απευθύνεται;
Κάποιες φορές η στράτευση της κριτικής πιέζει σε μονόδρομους: να ανακαλύψεις και να εφεύρεις πράγματα που δεν υπάρχουν, κάτι που μπορεί να εκνευρίσει τους θεατές, οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να νιώσουν ότι σνομπάρονται. Τον ειδικό ναι μεν πρέπει να τον εκτιμούν αλλά και να τον θεωρούν έναν εξ αυτών, αλλιώς δεν επιτελείται η λειτουργία της επικοινωνίας.

ΜΙΑ ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ
Η νέα “Μούμια” ξεφεύγει από την Αίγυπτο και στρέφεται στην Κίνα. Εντύπωση μάλιστα προκαλεί το γεγονός ότι ο Τζετ Λι παίζει τον ρόλο του αρχαίου Κινέζου αυτοκράτορα-μούμιας, που “ξαναζωντανεύει” αναζητώντας την αθανασία του. Υπάρχουν και αναφορές σε γνωστά αρχαιολογικά ευρήματα, όπως στον περίφημο πήλινο στρατό. Κατά τα άλλα, το φιλμ είναι γεμάτο δράση και εναέριες συγκρούσεις. Ωστόσο τίποτε δεν είναι τυχαίο. Κατά κάποιον τρόπο η Κίνα “δυσφημείται”, καθώς παρουσιάζεται να έχει ένα αιματηρό παρελθόν που επιθυμεί να το αναβιώσει σήμερα.

ΦΟΒΟΣ ΕΠΕΚΤΑΣΗΣ;
Το φιλμ φυσικά γυρίστηκε πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου, αλλά φανερώνει μια τάση, μια επιθυμία. Ο Ρομπ Κοέν σημειώνει το ατελέσφορο της αναγέννησης του παλιού και φθαρμένου, την αδυναμία του να επιβληθεί και να κυριαρχήσει.
Δεν είναι λοιπόν υπερβολική η σκέψη πως ο φόβος από τη συνεχή πρόοδο της Κίνας και από μια (πιθανή) ιμπεριαλιστική της επέκταση καθορίζει και τον βαθμό προπαγάνδας που ανιχνεύεται στην ταινία.
Από την άλλη, μπορούμε πολύ δικαιολογημένα να σκεφθούμε πως έχουμε απλώς μια μεταφορά της δράσης: δηλαδή από την Αίγυπτο και τις μούμιες της πηγαίνουμε στην Ασία.
Τα πράγματα τελικά μετατρέπονται σε ισοπαλία. Γιατί το να υποθέτεις το ένα, δεν ανατρέπει αναγκαστικά το άλλο.

ΤΟ ΤΕΛΙΚΟ ΛΥΚΟΦΩΣ
Ωστόσο, μια και αναφέρομαι σε μηχανισμούς τρόμου, πρέπει να σημειώσω ότι η νέα “Μούμια” είναι περισσότερο και ιδίως μια εξωτική περιπέτεια. Τρόμος ελάχιστος, κάτι ξαφνιάσματα μόνο και το ένα κλισέ πίσω από το άλλο. Βέβαια, η σεκάνς της τρομερής σύγκρουσης των νεκροζώντανων με τους πήλινους στρατιώτες είναι άκρως εντυπωσιακή. Αλλά ως εκεί.
Υπάρχει ένα κωμικό στοιχείο και καλές κατασκευαστικές αξίες, αλλά τι εισπράττουμε τελικά; Ένα κενό δυστυχώς, μια απουσία, μια απώλεια, μια τελική μελαγχολία, ένα είδος λυκόφωτος. Κι αυτό βεβαίως δείχνει πολλά πράγματα.
Εφόσον νιώσετε έτσι, δεν μένει παρά να ελέγξετε τον εαυτό σας. Να αναρωτηθείτε τα πώς και τα γιατί. Μια τέτοια σύντομη ενδοσκόπηση επιτρέπει στους θεατές να αναπτύξουν κριτικό πνεύμα.

ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΣΑΡΑΚΙ
Είναι λοιπόν φορές που ενώ όλα φαίνονται άψογα και τέλεια, υπάρχει ένα σαράκι που τα σιγοτρώει (κάτι που το παρατηρούμε και στις σχέσεις). Αυτό το σκουλήκι -όπως και η φθορά- δεν φαίνεται, έως ότου φθάσει η τελική αποκάλυψη. Είναι σαν τις μούμιες που μοιάζουν ωραίες και κρύβουν τον θάνατο της ομορφιάς, την απώλεια και ιδίως την επισήμανση του ελλείποντος. Το ψεγάδι μπορεί να μη το δεις, θα το νιώσεις όμως. Είναι θέμα ευαισθησίας, κυρίαρχο εφόδιο όχι μόνο για το σινεμά αλλά και για την κοινωνική συνύπαρξη.

ΣΙΝΕΦΙΛ

ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟ ΝΕΡΟ
DARK WATER
έγχρωμη, ΗΠΑ 2005, διάρκεια 102’

Σενάριο: Ραφαέλ Ιγκλέσιας από το μυθιστόρημα του Κότζι Σουζούκι και το φιλμ του Χιντέο Νακάτα

Σκηνοθεσία: Βάλτερ Σάλες

Παίζουν: Τζένιφερ Κόνελι, Τιμ Ροθ, Τζον Ράιλι, Πιτ Πόστελγουεϊτ, Ντάγκρεϊ Σκοτ

Διανομή: Audiovisual

Σκοτεινή εσωτερική απειλή

Ένα από τα πιο “γρήγορα” ριμέικ όλων των εποχών (το αρχικό φιλμ γυρίστηκε το 2002). Ο Βάλτερ Σάλες αποδεικνύει τη μεγάλη κλάση του και -σπάνια περίπτωση- κάνει καλύτερη ταινία από την αρχική.
Κατά τα άλλα, πρέπει να οπλιστείτε με υπομονή, αφού η αφήγηση χτίζεται αργά και υπομονετικά. Σταδιακά προστίθενται στοιχεία και έτσι οργανώνεται μια ατμόσφαιρα απειλών που περιστοιχίζει τη μητέρα και την κορούλα της. Υπάρχει όμως και ο υπαινιγμός ότι η ηρωίδα βιώνει μια παρανοϊκή κατάσταση - η αμφισβήτηση αυτή θυμίζει το “Μωρό της Ρόζμαρι” του Πολάνσκι αλλά και το “Μπάρτον Φινκ” των Κοέν.
Η εκπληκτική φωτογραφία, η λειτουργική μουσική και οι κορυφαίοι ρόλοι δίνουν ένα υποβλητικό αποτέλεσμα. Πάνω απ’ όλα μ’ εντυπωσιάζει η αναφορά στην τρομερή ανθρώπινη μοναξιά και απομόνωση. Είναι μια κοινωνική ψηλάφηση που ξεφεύγει από την ηρωίδα και περιλαμβάνει τους πάντες.
Μελαγχολική, κατάπικρη ταινία που δεν “καταπίνεται” εύκολα. Όμως οι υψηλοί στόχοι του Σάλες, οι άψογοι ρόλοι, η λειτουργική επιλογή των χώρων, προσδίδουν μια διάσταση πέραν του μεταφυσικού.
Ένα φιλμ ψιθύρων, διαλογισμού, παράνοιας, κρυμμένο κάτω από τον μανδύα του τρόμου, ζητά την προσοχή μας. Μη το χάσετε!

Loader