Θεολογική σχολή: Ανησυχεί για το μέλλον της

- Newsroom

five_col_3 Ξεχωρίζει για τη σύγχρονη βιβλιοθήκη της, τις δύο "νησίδες" ηλεκτρονικών υπολογιστών, τους περιποιημένους χώρους και τα αμφιθέατρά της. Ωστόσο τα προβλήματα της Θεολογικής σχολής του ΑΠΘ είναι ουσιώδη και σχετίζονται τόσο με το μέλλον της όσο και με την επαγγελματική αποκατάσταση των πτυχιούχων της.

Της Μαρίας Τερζούδη

Το ενδεχόμενο ανωτατοποίησης των τεσσάρων νέων εκκλησιαστικών ακαδημιών, στην οποία στόχευε ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, προκαλεί αντιδράσεις. Δεδομένου ότι υπάρχουν δύο Θεολογικές σχολές, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, η ανωτατοποίηση των συγκεκριμένων ακαδημιών θα σήμαινε αυτόματα έξι πανεπιστημιακές Θεολογικές σχολές σε όλη τη χώρα. “Είμαστε ήδη πάρα πολλοί. Είναι πολύ δύσκολο να βρούμε δουλειά βάσει του αντικειμένου σπουδών μας. Πού θα απασχοληθούν τόσες χιλιάδες πτυχιούχων;”, αναρωτιούνται οι φοιτητές Θεολογίας του ΑΠΘ και σχεδόν ομόφωνα τάσσονται κατά της ανωτατοποίησης των εκκλησιαστικών ακαδημιών. Παράλληλα δηλώνουν δύσπιστοι για τα κίνητρα της πρωτοβουλίας αυτής. “Πολλές φορές αρκούν οι γνωριμίες με εκκλησιαστικούς άρχοντες, για να αποκτήσει κανείς πλεονεκτήματα. Όταν όμως υπονομεύονται η αξιοκρατία και στοιχειώδεις διαφανείς διαδικασίες, αυτό καταντά προκλητικό, άδικο και καταδικαστέο. Δυστυχώς ο ιερατικός κόσμος και πολλοί από αυτούς που διατηρούν στενές σχέσεις μαζί του έχουν πολλές φορές την απαίτηση να αντιμετωπίζονται επιεικώς, να κρίνονται με διαφορετικά μέτρα και σταθμά. Ποιος μας λέει ότι από τις ακαδημίες αυτές δεν θα αποφοιτούν μεταξύ άλλων και άνθρωποι που δεν έχουν τα προσόντα αλλά απλώς τις κατάλληλες γνωριμίες;”, αναφέρουν και αποκαλύπτουν ότι και στη Θεολογική σχολή του ΑΠΘ παρατηρούνται κατά καιρούς φαινόμενα “ειδικής” μεταχείρισης: “Όταν ένας ιερέας σπουδάζει στη σχολή, μέσα σε αυτή θεωρείται φοιτητής και έχει συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Κι όμως υπάρχουν ορισμένοι που απαιτούν να περνούν τα μαθήματα, απλώς και μόνο επειδή φορούν ράσο”.

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΑΚΑΔΗΜΙΕΣ

Η Ελλάδα δεν αντέχει έξι Θεολογικές σχολές, τονίζει ο κοσμήτορας της Θεολογικής σχολής ΑΠΘ Ιωάννης Κογκούλης. “Ελπίζουμε ότι με τη βοήθεια του νέου αρχιεπισκόπου αλλά και του ΥΠΕΠ-Θ το θέμα θα διευθετηθεί για το καλό ολόκληρης της χώρας”, αναφέρει. Αυτό που προτείνει ο κ. Κογκούλης είναι η δημιουργία δύο εκκλησιαστικών ακαδημιών σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, οι οποίες θα λειτουργήσουν σε συνεργασία με τις Θεολογικές σχολές και συγχρόνως ως οικοτροφεία κατά το πρότυπο των στρατιωτικών σχολών αξιωματικών σωμάτων (ΣΣΑΣ). Οι άλλες δύο ανώτερες εκκλησιαστικές ακαδημίες, σύμφωνα με την ίδια πρόταση, μπορούν να λειτουργήσουν ως ινστιτούτα εκκλησιαστικής κατάρτισης. “Τα τέσσερα νέα τμήματα ιερατικών σπουδών και ανέργους θα δημιουργήσουν και το ταμείο του κράτους θα επιβαρύνουν”, σημείωνε ο κ. Κογκούλης ήδη από το 2005 και σε επιστολές του προς το μακαριστό αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο πρόσθετε μεταξύ άλλων: “Αναλογιστείτε πόσο ωφέλιμο θα ήταν, εάν η οργάνωση της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης άρχιζε από τα ʽθεμέλιαʼ και όχι από τη ʽστέγηʼ, δηλαδή από τους βρεφονηπιακούς σταθμούς και μάλιστα στο πλαίσιο της συνδρομής της εκκλησιαστικής διοίκησης στο έργο του ΥΠΕΠ-Θ και της τοπικής αυτοδιοίκησης”.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ

Εκτός από το θέμα της ανωτατοποίησης των εκκλησιαστικών ακαδημιών, ο κοσμήτορας της σχολής θέτει τα ζητήματα της αριθμητικής αναντιστοιχίας διδακτικού προσωπικού και φοιτητών, της έλλειψης υλικοτεχνικής υποδομής αλλά και το μεγάλο πρόβλημα διορισμού που αντιμετωπίζουν οι απόφοιτοι. “Υπάρχουν”, αναφέρει, “ελλείψεις σε διδακτικό προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή. Χρειαζόμαστε χώρους. Οι αίθουσες φαίνεται ότι επαρκούν, απλώς γιατί δεν παρακολουθούν μαθήματα όλοι οι φοιτητές”. Παρότι στη Θεολογική σχολή υπάρχουν αμφιθέατρα με σύγχρονα οπτικοακουστικά μέσα, όπως βιντεοπροτζέκτορες και προβολείς γραφής, μία αξιόλογη και σύγχρονη βιβλιοθήκη, δύο νησίδες ηλεκτρονικών υπολογιστών, αίθουσες με πόρτες ασφαλείας και πρίζες δικτύου για πρόσβαση στο Internet, ο κ. Κογκούλης ευελπιστεί για ακόμη περισσότερα, ενώ δεν παραλείπει να αναφέρει την υποστήριξη της πρυτανείας του ΑΠΘ στις προσπάθειες της σχολής. “Όνειρό μου”, καταλήγει, “είναι η δημιουργία ενός τρίτου τμήματος, περά από αυτά της Θεολογίας και της Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, του τμήματος Θεολογικών εφαρμογών, ώστε να καλλιεργηθούν σε ακαδημαϊκό επίπεδο λειτουργικές τέχνες, όπως η εκκλησιαστική μουσικολογία και η αγιογραφία”.

“ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΑΠΕΤΥΧΕ”

Ως σοβαρότερο πρόβλημα στην ιστορία των θεολογικών σχολών της χώρας χαρακτηρίζει το θέμα των εκκλησιαστικών ακαδημιών ο πρόεδρος του τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας Χρήστος Οικονόμου. “Πρόκειται για πρόβλημα κομβικό και ακανθώδες, το οποίο προέκυψε πριν από τέσσερα χρόνια, με την πρόταση του αείμνηστου αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου για την ίδρυση τεσσάρων θεολογικών σχολών ανά την Ελλάδα. Στόχος ήταν η αυτόματη αναβάθμιση και αναγόρευση των τεσσάρων ανωτέρων εκκλησιαστικών σχολών σε ανώτατες εκκλησιαστικές ακαδημίες του πανεπιστημιακού χώρου. Το θέμα το χειρίστηκα προσωπικά κατά τα τρία χρόνια της κοσμητείας μου, από κοινού με τον κοσμήτορα της Θεολογικής σχολής Αθηνών. Η κίνηση αυτή είχε σκοπό να υπερκαλύψει τις θεολογικές σχολές, τη λεγόμενη εκκλησιαστική εκπαίδευση. Το πρόβλημα λοιπόν ήταν η επιβίωση των θεολογικών σχολών. Θα προέκυπταν άλλες τέσσερις θεολογικές σχολές και μαζί με τα ήδη υπάρχοντα τέσσερα τμήματα, δύο σε κάθε σχολή, θα είχαμε συνολικά οκτώ θεολογικές σχολές και 2.000 αντί για 1.000 πτυχιούχους κάθε χρόνο, όταν μάλιστα είναι δεδομένο το μεγάλο πρόβλημα της αδιοριστίας των θεολόγων. Σύμφωνα με το σχεδιασμό της σχολής, για τον οποίο έχω την τιμή και την ευθύνη, στόχος μας ήταν να αποκλείσουμε αυτές τις σχολές από το να χαρακτηριστούν πανεπιστημιακές, επομένως ισότιμες με τις θεολογικές. Γιʼ αυτό και υποδείξαμε, εάν δεν καλύπτονται από τις θεολογικές σχολές σε τομείς όπως η πρακτική της λειτουργικής εμπειρίας, οι σχολές αυτές να μπορούν να αναβαθμιστούν σε σχολές ιερατικών σπουδών και να παραμείνουν σε αυτήν την κατεύθυνση. Τις εντάξαμε στις παραγωγικές σχολές της εκκλησίας κατά αντιστοιχία των παραγωγικών σχολών του στρατού, δίνοντας τη σωστή λύση. Σήμερα, όπως δείχνουν τα αποτελέσματα του πρώτου χρόνου, το πείραμα των εκκλησιαστικών σχολών έχει αποτύχει. Δεν υπήρξε θεαματική προσέλευση ή επιτυχία -με έναν σπουδαστή στα Γιάννενα, δύο στην Κρήτη, καμιά δεκαριά στη Θεσσαλονίκη και δεκαπέντε στην Αθήνα. Η φθίνουσα αυτή πορεία βρίσκει το νέο αρχιεπίσκοπο μπροστά σε ένα νέο πρόβλημα, το οποίο δεν είναι πια πρόβλημα των θεολογικών σχολών. Στην πρόσφατη συνάντηση που είχαμε ο μακαριότατος πείστηκε πρώτον, ότι ήταν λάθος η αρχή με την οποία ξεκίνησε ο Χριστόδουλος, δεύτερον, ότι σήμερα η κατάσταση είναι νοσηρή και τρίτον, ότι υπάρχει πρόβλημα με την προκήρυξη των θέσεων των διδασκόντων. Η διαδικασία των εκλογών, όπως πραγματοποιήθηκε, είναι και αντισυνταγματική και αντιακαδημαϊκή, διότι οι καθηγητές των εκκλησιαστικών σχολών κρίθηκαν με αντιακαδημαϊκά κριτήρια. Για να κριθεί ένας υποψήφιος για τη βαθμίδα αναπληρωτή καθηγητή, απαιτείται 11μελές εκλεκτορικό σώμα από τις βαθμίδες του αναπληρωτή καθηγητή και του καθηγητή. Αυτοί όμως κρίθηκαν από 7μελές εκλεκτορικό σώμα, από τους οποίους οι τρεις ήταν μητροπολίτες με μόνο προσόν τους ένα διδακτορικό. Σε κάθε περίπτωση οι εκλογές αυτές νοσούν και τα αποτελέσματά τους ανατρέπονται με μία προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας”.

ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

Το τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, δεδομένου του έντονου προβλήματος του διορισμού των θεολόγων, προσανατολίζεται σε ριζική ανανέωση του προγράμματος σπουδών, πράγμα που αποτελεί και προσωπικό στόχο του προέδρου. Έμφαση, σύμφωνα με τον κ. Οικονόμου, δίνεται σε τομείς όπως η λατρεία, η ψαλτική τέχνη, η βυζαντινή αγιογραφία, οι οποίοι έχουν πρακτική εφαρμογή στο χώρο της εκκλησίας. Για παράδειγμα ο χώρος των ιεροψαλτών σε όλη την Ελλάδα, μία σημαντική αγορά, δεδομένου ότι στη σχολή διδάσκονται μουσικολογία και ψαλτική τέχνη, θα μπορούσε να στελεχωθεί από θεολόγους. Το ίδιο ισχύει και για την αγιογραφία ως εφαρμοσμένη θεολογική τέχνη, για το κατηχητικό έργο των ενοριών, καθώς και για την ποιμαντική ψυχολογία. Σε όλους αυτούς τους τομείς, όπως αναφέρει ο κ. Οικονόμου, θα μπορούσαν να διορίζονται θεολόγοι, ώστε να αμβλυνθεί το σοβαρό πρόβλημα επαγγελματικής αποκατάστασης που αντιμετωπίζουν. “Σήμερα”, υπογραμμίζει, “η εκκλησία δέχεται τη συνεργασία μας, ο νέος αρχιεπίσκοπος είναι θετικός ως προς όλα αυτά και οι μητροπολίτες κατανοούν ότι τα κομβικά προβλήματα που ανακύπτουν στις κοινωνίες δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με γενικούς αφορισμούς και τσιτάτα, αλλά ότι ήρθε η ώρα της απόλυτης συνεργασίας με τις θεολογικές σχολές”.
Loader