
Πριν από μερικά χρόνια όποιος μιλούσε περί της ανάγκης μιας συγκροτημένης στεγαστικής πολιτικής, αντιμετωπιζόταν ως γραφικός ή... υπερβολικά σοσιαλιστής.
Στην πορεία η κυβέρνηση αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα του ζητήματος, όμως αντί για μια συνολική στεγαστική πολιτική, ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα χαμηλότοκων δανείων για την απόκτηση κατοικίας. Το «Σπίτι μου 1» αύξησε τη ζήτηση για παλαιά ακίνητα, τα οποία υπερτιμήθηκαν, ωθώντας προς τα πάνω τις τιμές στο σύνολο των ακινήτων. Παρότι το «1» δεν είχε μεγάλη επιτυχία, ακολούθησε «Σπίτι μου 2», με τα ίδια αποτελέσματα. Ταυτόχρονα η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα επιδοτεί ένα στα 12 ενοίκια, ως μέτρο στεγαστικής πολιτικής. Αποτέλεσμα; Όλοι περιμένουν αύξηση των ενοικίων.

Η «Μακεδονία της Κυριακής» δημοσιεύσει σήμερα μια πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα κοινής γνώμης, στην οποία μεταξύ άλλων σχεδόν ένας στους έξι Θεσσαλονικείς τοποθετούν τη στεγαστική κρίση στη λίστα με τα τρία σημαντικότερα κοινωνικά προβλήματα, ενώ τρεις στους τέσσερις αξιολογούν αρνητικά τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες για τη στέγαση. Σχετικά με το μέτρο της επιστροφής ενός ενοικίου μόλις 1,8% πιστεύει ότι θα μειώσει το κόστος στέγασης. Το κύριο πρόβλημα στην αναζήτηση κατοικίας σήμερα είναι τα υψηλά ενοίκια, απαντούν δύο στους τρεις Θεσσαλονικείς. Η αγορά κατοικίας δεν τίθεται καν ως προοπτική, με τέτοιες τιμές. Η στεγαστική πολιτική χωλαίνει.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat το 2024 η Ελλάδα είχε το υψηλότερο ποσοστά πλυθυσμού που δαπανά περισσότερο από 40% του διαθέσιμου εισοδήματος για το κόστος στέγασης. Αυτό τον βραχνά αντιμετωπίζει ένας στους πέντε από όσους πληρώνουν στεγαστικό δάνειο (21%) και ένας στους τέσσερις χωρίς δάνειο ή υποθήκη (1η θέση στην Ε.Ε.), πάνω από ένας στους τρεις (37,5%) από όσους νοικιάζουν (3η θέση στην ΕΕ).

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η παρατήρηση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (του ΙΟΒΕ, όχι δηλαδή κάποιου ιδρύματος της Αριστεράς) ότι η παντελής έλλειψη κοινωνικής στέγασης καθιστά την Ελλάδα μοναδική περίπτωση στην ΕΕ, με όλο το βάρος να πέφτει στην ιδιωτική αγορά.
Όπως το αόρατο χέρι της αγοράς δεν έλυσε το πρόβλημα, αντιθέτως. Ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης οδήγησε σε εξωφρενικές αυξήσεις. Η ζήτηση αυξήθηκε για ένα σωρό λόγους (γιατί στα χρόνια της κρίσης πάγωσε η οικοδομή και κανείς δεν αγόραζε, μετά η Ελλάδα έγινε προορισμός για ξένες επενδύσεις στο real estate, μετά την πανδημία είχαμε κατακόρυφη άνοδο των ταξιδιών και της βραχυχρόνιας μίσθωσης κ.ο.κ.) ενώ δεν αυξήθηκε αντίστοιχα η προσφορά ακινήτων, με αποτέλεσμα οι τιμές αγοράς και ενοικίασης να ξεφύγουν. Πολλές φορές φοβόσουν να ρωτήσεις μη σου έρθει κεραμίδα στο κεφάλι. Όμως το να έχεις ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου και ο μισθός σου να σου φτάνει για να καλύψεις τα στοιχειώδη, δεν είναι πολυτέλεια, είναι μια... ανελαστική ανάγκη.
Τι μπορεί να κάνει το κράτος σε αυτή τη σχέση προσφοράς και ζήτησης; Να μπει «σφήνα», προσφέροντας τη δυνατότητα προσιτής κατοικίας (οι παλαιότεροι θα θυμούνται τις κοινωνικές κατοικίες του Οργανισμού Εργατικής Εστίας που κρίθηκε περιττός και καταργήθηκε στα χρόνια της κρίσης). Όχι με τη λογική της παροχής φθηνών σπιτιών που μετά από κάποια χρόνια μεταβιβάζονται σε όσους κατοικούν σε αυτά, αλλά με τη δημιουργία μιας «δεξαμενής» κατοικιών που ανήκουν στο δημόσιο ή τους δήμους, τα οποία διατίθενται με προσιτό ενοίκιο σε όσους κάθε φορά πληρούν τα εισοδηματικά κριτήρια.

Η Ε.Ε. αναζητά στεγαστική πολιτική
Χώρες όπως το Βέλγιο, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Αυστρία, έχουν βάλει την παράμετρο «κοινωνική κατοικία» στις πολιτικές που σχεδιάζουν και υλοποιούν. Η ΕΕ αναγνωρίζει τη στεγαστική κρίση ως ένα από τα πιο πιεστικά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, καθώς τα μέσα ενοίκια είναι σχεδόν κατά ένα τέταρτο υψηλότερα από ό,τι το 2010 ενώ το κόστος αγοράς κατοικίας έχει αυξηθεί κατά 50%. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε πως ξεκίνησε η δημόσια διαβούλευση για το πρώτο Ευρωπαϊκό σχέδιο προσιτής κατοικίας, που αναμένεται να υλοποιηθεί το επόμενο έτος (ως την άνοιξη του 2026) και αποσκοπεί στη στήριξη των κρατών μελών, των περιφερειών και των πόλεων της ΕΕ ώστε να ενισχύσουν τη διαθεσιμότητα και την προσβασιμότητα σε προσιτές κατοικίες, κινητοποιώντας δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις.
Μεμονωμένες παρεμβάσεις δεν επαρκούν
Λύσεις υπάρχουν, κάποιες τις προτείνει το ΙΟΒΕ, που επισημαίνει ότι μεμονωμένες παρεμβάσεις δεν επαρκούν, κι ότι χρειάζεται μακροπρόθεσμος στρατηγικός σχεδιασμός που θα αντιμετωπίζει τόσο την έλλειψη προσφοράς όσο και τις βαθύτερες ανισορροπίες του στεγαστικού τομέα. Μεταξύ άλλων, το ΙΟΒΕ προτείνει: ανάπτυξη προγραμμάτων κοινωνικής και προσιτής κατοικίας, ρύθμιση των βραχυχρόνιων μισθώσεων για να διατηρηθεί διαθέσιμη στέγη για τους ντόπιους, ενίσχυση των επιδομάτων ενοικίου σε ευάλωτα νοικοκυριά, φορολογικά κίνητρα για ιδιώτες επενδυτές σε έργα προσιτής κατοικίας, μεταρρύθμιση της φορολογίας ακινήτων, ώστε να μειωθούν οι στρεβλώσεις στην αγορά.
Αν οι νεότερες γενιές δεν μπορούν να ζήσουν από το μισθό τους, πόσο μάλλον να ανοίξουν το δικό τους σπίτι, ας μην βασίζεται σε αυτούς η πολιτεία για την επίλυση του δημογραφικού προβλήματος.