- Newsroom
Το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης περιοδεύει το φετινό καλοκαίρι με την παράσταση “Υπάρχει και φιλότιμο”, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Μπέζου, με τον Γιώργο Παρτσαλάκη στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Της Κατερίνας Διακουμοπούλου
Η ταινία “Υπάρχει και φιλότιμο” είναι του 1965, σε σκηνοθεσία και σενάριο μόνο του Αλέκου Σακελλάριου (ο συνεργάτης του Χρήστος Γιαννακόπουλος είχε πεθάνει το 1963), όπου ο Λάμπρος Κωνσταντάρας υποδύθηκε αμίμητα τον επιπόλαιο αλλά εντέλει ευσυνείδητο υπουργό Ανδρέα Μαυρογιαλούρο. Το θεατρικό έργο στο οποίο βασίστηκε το κινηματογραφικό σενάριο γράφτηκε πριν το 1950, είχε τον τίτλο “Ανώμαλη προσγείωση” και βεβαίως συνυπογραφόταν από το επιτυχές δίδυμο Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου. Η κωμωδία “Ανώμαλη προσγείωση” πρωτοανέβηκε το 1950 ανεπιτυχώς, κυρίως λόγω του μετεμφυλιακού κλίματος, στο Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν, με πρωταγωνιστή τον Βασίλη Διαμαντόπουλο.
ΘΕΑΤΡΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΘΟΝΗ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ
Μέτρησα 14 παραστάσεις της φετινής θεατρικής σεζόν που προήλθαν από τον ελληνικό και ξένο κινηματογράφο (“Sunset Limited”, “Ζ”, “Τα κόκκινα φανάρια”, “Κράμερ εναντίον Κράμερ”, “Έγκλημα στα παρασκήνια”, “Οι ζωές των άλλων”, “Μια τρελή, τρελή σαραντάρα”, “Ο άνθρωπος της βροχής”, “Μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη”, “Το θαύμα της Άνι Σάλιβαν”, “Το κοροϊδάκι της δεσποινίδας”, “Να ζει κανείς ή να μη ζει”, “Άνδρες έτοιμοι για όλα/Full Monty”, “Υπάρχει και φιλότιμο”). Και βεβαίως, η νέα αυτή μόδα “συστηματοποιήθηκε” και εδραιώθηκε κυρίως μετά τη μεγάλη επιτυχία του Πέτρου Φιλιππίδη στον “Μπακαλόγατο”. Γιατί όμως γίνονται αυτά τα καλλιτεχνικά άλματα; Όλες αυτές οι παραστάσεις έχουν να προσφέρουν μια νέα άποψη ή απλώς ενδυναμώνουν και οικειοποιούν στις νεότερες γενιές αγαπημένες ταινίες του παρελθόντος; Η απάντηση μάλλον δεν είναι περίπλοκη: η μετάβαση από την οθόνη στη θεατρική σκηνή πρέπει να είναι τολμηρή, διότι διαφορετικά τέτοιες θεατρικές προσαρμογές δεν εξυπηρετούν καμία αξία και αναγκαιότητα, πέραν της εμπορικής επιτυχίας.
ΤΟ ΚΟΙΝΟ
Τα τελευταία χρόνια ο εχθρός της νεοελληνικής δραματουργίας ήταν τα λογοτεχνικά κείμενα και τώρα οι εκ του κινηματογράφου μεταφορές. Πώς είναι δυνατόν τα πρωτότυπα άγνωστα θεατρικά έργα να ανταγωνιστούν τα οικεία κινηματογραφικά σενάρια; Μήπως δημιουργείται μια νέα γενιά κοινού, που στην πλειοψηφία του θα χρειάζεται εξοικείωση με την παράσταση που πρόκειται να παρακολουθήσει; Όταν ανακαλύφθηκε ο κινηματογράφος γεννήθηκε η αγωνία για την τύχη του θεάτρου. Έναν αιώνα αργότερα ο ίδιος προβληματισμός ταλανίζει τον θεατρικό κόσμο. Ίσως ο πραγματικός εχθρός δεν είναι ο κινηματογράφος, αλλά η πτώχευση της δραματουργίας.
Οι θεατές προστρέχουν να παρακολουθήσουν το νέο είδος -ας το ονομάσουμε “θέατρο από την οθόνη στη σκηνή”- όχι για να ανακαλύψουν μια νέα ιστορία ή καινούργιες ερμηνείες, αλλά για να παρακολουθήσουν μια αναβίωση ή καλύτερα μια “αναδιατύπωση” του ήδη γνωστού θεάματος. Ο κύριος σκοπός είναι να αναγνωρίσουν ομοιότητες και διαφορές. Στην πραγματικότητα αυτό το είδος “από την οθόνη στη σκηνή” παράγει ένα νέο θεατρικό κοινό, που ενδεχομένως έως πρότινος δεν είχε παρακολουθήσει ποτέ θέατρο. Ως εκ τούτου, το “θέατρο από την οθόνη στη σκηνή” είναι ευπρόσδεκτο.
Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Η σύγκριση με τα πρόσωπα της οθόνης είναι αναπόφευκτη, σε κάθε περίπτωση. Το κοινό πολύ δύσκολα θα αποδεχθεί π.χ. έναν Μαυρογιαλούρο διαφορετικό, που δεν ανταποκρίνεται στο πρότυπο του Λάμπρου Κωνσταντάρα. Τέτοια ζητούμενα παγιδεύουν σκηνοθέτη και πρωταγωνιστές. Διότι, κακά τα ψέματα, η έλξη που ασκούν οι εικόνες της οθόνης είναι τεράστια και η θεατρική προσαρμογή δεν μπορεί να αποτινάξει αυτή την ασφυκτική πίεση.
Το συγκεκριμένο καλλιτεχνικό εγχείρημα, ένα ξεχασμένο θεατρικό έργο που έγινε δημοφιλής ταινία και επανέρχεται στη σκηνή, συνεπάγεται προκλήσεις και δημιουργικές διαδικασίες που δεν φάνηκαν να απασχόλησαν τον Γιάννη Μπέζο, ο οποίος υπηρέτησε μια κανονιστική αισθητική, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια προτίμησης του κοινού. Η σκηνοθεσία του δεν τόλμησε μια νέα ανάγνωση, απλώς προσπάθησε να επιβεβαιώσει τις προσδοκίες των θεατών. Δημιούργησε μια παράσταση φυγής και... ως εκεί.
Ο Αντώνης Χαλκιάς (φώτα, σκηνικά και κοστούμια) έχτισε μια ενδιαφέρουσα κατασκευή, εύκολα τροποποιήσιμη, προσαρμόσιμη σε κάθε υπαίθριο ελληνικό θέατρο, έντυσε “σοβαροφανώς” τους ηθοποιούς και φώτισε θαυμάσια το όλο εγχείρημα.
ΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ
Ο Γιώργος Παρτσαλάκης αναπαρέστησε σκηνικά όχι τον Ανδρέα Μαυρογιαλούρο αλλά τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, και εγκλωβίστηκε στη μανιέρα του μεγάλου ηθοποιού, παρασύροντας το κοινό σε μια διαρκή αντιπαραβολή. Ο Γιώργος Παρτσαλάκης είναι ένας από τους σπουδαιότερους έλληνες ηθοποιούς, γνήσιος τεχνίτης του θεάτρου και οφείλει να το συνειδητοποιήσει. Ο Τάκης Παπαματθαίου, στον ρόλο του Γκρουέζα, ευέλικτος, “του σαλονιού και του πεζοδρομίου”, εξέλιξε τον ρόλο του, προτείνοντας μια νέα ερμηνεία, απελευθερωμένη από τη σφραγίδα του Παπαγιαννόπουλου. Η μεγαλύτερη όμως έκπληξη της παράστασης ήταν ο Νίκος Σκουλάς, στον ρόλο του Σωτήρη, ο οποίος με ευκρινή και άμεση υπόκριση είχε την ικανότητα να δρα ενοποιητικά στη σκηνή. Σπάνιο χάρισμα. Η υπόλοιπη διανομή (Ευγενία Δημητροπούλου, Νεκταρία Γιαννουδάκη, Ελένη Τσιμπρικίδου, Μανώλης Σορμαΐνης, Θανάσης Βισκαδουράκης, Αντιγόνη Νάκα, Τάσος Γιαννόπουλος και Ηλίας Μιχαλογιάννης) υπηρέτησε αξιοπρεπώς τη σκηνοθεσία του Γιάννη Μπέζου.