3 μεγάλου μήκους ταινίες μόνο σκηνοθέτησε ο Αλέξης Δαμιανός στην καριέρα του
4 ήσαν οι ταινίες στις οποίες ο Δαμιανός εμφανίστηκε ως ηθοποιός, που ήταν και η πρωταρχική του ιδιότητα
Δεν υπάρχει άλλη περίπτωση στον ελληνικό κινηματογράφο, σαν αυτή του Αλέξη Δαμιανού. Με τρεις μόνον ταινίες στο ενεργητικό του, κατάφερε το 1985, σε ψηφοφορία της Π.Ε.Κ.Κ. (Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου) να δει την «Ευδοκία» του να ανακηρύσσεται καλύτερη ταινία στην ιστορία της εγχώριας έβδομης τέχνης. Ως τότε, είχε σκηνοθετήσει άλλη μία ταινία, το «Μέχρι το πλοίο». Στο τέλος έφερε στη μεγάλη οθόνη τον ημιτελή και πληγωμένο από την οικονομική ανημποριά, τον «Ηνίοχο». Με αυτήν την ισχνή ποσοτικά δημιουργία κατάφερε να αναδειχθεί σε μία από τις σημαντικότερες μορφές του ελληνικού σινεμά.
Εκτός αυτών, λίγοι γνωρίζουν ότι το λατρεμένο ζεϊμπέκικο των Ελλήνων, γνωστό ως ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας, κατάγεται από το ομότιτλο φιλμ του Δαμιανού. Σε ένα έξοχο «νυχτερινό», στο εσωτερικό ενός ταβερνείου, το αγρίμι Γιώργος, ένας στρατιώτης χωρίς μοίρα στον ήλιο, χορεύει τις γνωστές νότες του Μάνου Λοΐζου, με τον τρόπο του Εσταυρωμένου αρχαιοέλληνα. Φέρνει το τραπέζι στο στόμα και η κάμερα εστιάζει στη σκιά του με τα ανοιχτά του χέρια, στο σταυρό του έρημου βίου του. Περιστρέφεται σα δερβίσης και σαν ετοιμοπόλεμος στα στενά των Θερμοπυλών. Η στιγμή της εξύψωσης, η περιφρόνηση του θανάτου, για χάρη μίας πόρνης, της Ευδοκίας.
Πρόκειται για μία ανθολογημένη σκηνή, από τις πολλές ανάλογες, οι οποίες συνθέτουν τη μουσική των πλάνων: αυτήν με το μηχανάκι, αυτήν με την κούνια στο χείλος του γκρεμού, τις χορογραφημένες στρατιωτικές κινήσεις, τον ματαιωμένο γάμο, τη σύγκρουση των θηρίων, της Ευδοκίας και του Γιώργου, με κλωτσιές και δαγκωνιές, την τελική υποταγή στην καρότσα ενός τρίκυκλου.
Η ταινία εμφανίστηκε το 1972 και πέρασε απαρατήρητη από τις αίθουσες, όπως και η προηγούμενη, το «Μέχρι το πλοίο», το 1966. Μονάχα οι κριτικοί έριξαν το βλέμμα της επάνω τους και τις στόλισαν με περίτεχνα κείμενα. Όπως και η ψηφοφορία του 1985 ήταν αυτή που την επανέφερε θριαμβεύτρια στο προσκήνιο, καθώς έμεινε πίσω ο «Θίασος» και ο τοτεμικός Αγγελόπουλος. Σε δραματικό ασπρόμαυρο κοντράστ, στην ελληνική επαρχία, άλλα δύο τέρατα συγκρούονται στο συνεταιρικό σιδηρουργείο. Ο Ντάκας και ο Λιάνακας, στο αμόνι της ερημωμένης ελληνικής επαρχίας διεκδικούν το ίδιο αντικείμενο του πόθου. Ο Νιάκας, όπως τον ερμηνεύει ο ίδιος ο Δαμιανός, παίρνει τον δρόμο για την ξενιτιά. Στην άκρη του τον περιμένει το πλοίο «Πατρίς» για την Αυστραλία. Στο ενδιάμεσο, μερικά ακόμη τέρατα, μία τσατσά, ένα πορνείο και ένα ζευγάρι πνιγμένο από τον βρόγχο του κλειστού ορίζοντα.
Τέλος, ο Αλέξης Δαμιανός, πρωταρχικά ηθοποιός έπαιξε και σε κάποιες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Στον αρχετυπικό «Κλέφτη», του Παντελή Βούλγαρη και στον «Καιρό των Ελλήνων», του Λάκη Παπαστάθη. Το σκαμμένο πρόσωπό του, σαν οργωμένη ελληνική γη, ταυτίστηκε απόλυτα με το ανθρώπινο ανάγλυφο των γνωστών κλεφτών-απαγωγέων, απομεινάρια των αγωνιστών του ’21. Και όμως, στη μέση μνήμη παρέμεινε ως πρωταγωνιστής στο εμβληματικό σίριαλ της νεοσύστατης τότε ελληνικής τηλεόρασης, τον «Παράξενο ταξιδιώτη».
3 μεγάλου μήκους ταινίες μόνο σκηνοθέτησε ο Αλέξης Δαμιανός στην καριέρα του
4 ήσαν οι ταινίες στις οποίες ο Δαμιανός εμφανίστηκε ως ηθοποιός, που ήταν και η πρωταρχική του ιδιότητα