«Λίγες σκέψεις πάνω στό νόημα τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Μέ ἀφορμή τή Μεγαλοβδομάδα καί τό Πάσχα»

Αναστάσιμο μήνυμα του Μητροπολίτου Νέας Κρήνης καί Καλαμαριᾶς Ἰουστίνου στη «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ της Κυριακής»

- Newsroom

Ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου συνδέεται ἄρρηκτα μέ τόν θάνατο. Ὅσο βέβαιη εἶναι ἡ ἔναρξη τῆς ζωῆς σέ ἕναν ζωντανό ὀργανισμό, ἄλλο τόσο βέβαιη εἶναι ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του. Ὅ,τι γεννᾶται πεθαίνει. Ὁ φυσικός νόμος τῆς «ἐντροπίας» πού ἐπιβάλλεται στή φύση, κυριαρχεῖ καί στόν ἄνθρωπο. Ὅλη ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μία πορεία πρός τόν θάνατο καί ὅλη του ἡ δράση οὐσιαστικά ἀποτελεῖ μιά μορφή ἀντίστασης στόν θάνατο πού πλησιάζει καί πού συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα ἀγωνίζεται γιά νά τόν ἀπομακρύνει. Ὁ θάνατος ἀποτελεῖ μόνιμη ἀπειλή τῆς ζωῆς καί γι’αὐτό δημιουργεῖ στόν ἄνθρωπο ἔντονη ὑπαρξιακή ἀγωνία.

Κάθε ἄνθρωπος, κάθε ἐποχῆς, κάθε θρησκεύματος, φιλοσοφίας καί κοινωνικῆς τάξης στέκεται μέ δέος καί ἀγωνία ἐνώπιον τοῦ θανάτου. Τό ἄγνωστο τοῦ θανάτου τόν φοβίζει καί γι’ αὐτό ἤ τόν ἀπωθεῖ, ὅπως πιστεύει, ἀπό τή ζωή του ἤ προσπαθεῖ νά εἰσέλθει στά ἐνδότερα, φιλοσοφώντας τον. Ἡ μελέτη τοῦ θανάτου δέν ἀποτελεῖ ἀρνητική ἐργασία, ὅπως ἀπό πολλούς θεωρεῖται, ἀλλά γόνιμη πνευματική ἐργασία, γιατί ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στό νά ἀντιληφθεῖ τίς δυνατότητες καί τά μέτρα του.

Ὁ θάνατος εἶναι τό ἀσφαλέστερο κριτήριο, μέ τό ὁποῖο μποροῦν νά ἐλεχθοῦν τά ἐγκόσμια πράγματα. Ὅ,τι μπορεῖ νά τόν ξεπεράσει νικώντας τον, αὐτό εἶναι τό γνήσιο καί τό ἀληθινό. Ὅσα δέν ἀντέχουν μπροστά του, εἶναι μάταια. Θά ἔπρεπε, λοιπόν, τήν εὐεργετική αὐτήν δωρεά τῆς μνήμης τοῦ θανάτου ὁ ἄνθρωπος νά τήν ἐκμεταλλεύεται πρός καλλιέργεια τῆς ποιότητας τῆς ζωῆς του, ἀλλά καί ὡς προετοιμασία γιά τήν ὥρα τῆς ἐξόδου του ἀπό αὐτή τήν ζωή. Δυστυχῶς, ὅμως, συμβαίνει τό ἐντελῶς ἀντίθετο. Ὁ ἄνθρωπος ἀπορρίπτει ἀπό τή σκέψη του καί τή ζωή του ὄχι μόνον τήν μνήμη καί τήν μελέτη τοῦ θανάτου, ἀλλά καί τήν ὑποψία τῆς παρουσίας του στή ζωή του.

Εἰδικότερα, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, πού γαλουχήθηκε μέ τά δυτικά ἀνθρωπολογικά μοντέλα ἑνός ἀνθρώπου παντοδυνάμου καί χειραφετημένου ἀπό τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, προσπαθεῖ μέ κάθε τρόπο νά ἐξοβελίσει τόν θάνατο ἀπό τήν ὕπαρξή του, πρός πλεονασμό, ὅπως ἰσχυρίζεται, τῆς ζωῆς. Ἔτσι στηρίζεται ἀπόλυτα στήν ἐπιστήμη καί καλλιεργεῖ τήν ἀφελῆ ἀντίληψη ὅτι μέ αὐτήν μπορεῖ νά ἀποτρέψει τόν θάνατο. Ἀπωθεῖ τόν θάνατο στό περιθώριο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς καί τόν θεωρεῖ ταμπού, ἐνῶ φλυαρεῖ ἀκατάσχετα γιά τήν ἔναρξη τῆς ζωῆς, προβάλλοντας καί δημοσιοποιώντας ἔντονα τήν σεξουαλικότητα. Ἰσχυρίζεται ὅτι ὑπάρχει ἀνάγκη γιά τήν σεξουαλική διαπαιδαγώγηση τῶν νέων, ἐνῶ δέν κάνει καθόλου λόγο γιά τήν ἀνάγκη διαπαιδαγωγήσεως γιά τόν θάνατο.

Μιά σειρά ἀπό κοινωνικές ἀντιδράσεις μαρτυροῦν τοῦ λόγου τό ἀληθές. Τά παιδιά γίνονται μάρτυρες τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς στή μαιευτική κλινική, ἐνῶ τά ἀπομακρύνουμε σχεδόν πάντα ἀπό μιά συνάντησή τους μέ τό μυστήριο τοῦ θανάτου, μέ τήν συμμετοχή τους σέ μιά ἐξόδιο ἀκολουθία. Οἱ ταφικές φροντίδες τοῦ νεκροῦ παραχωρήθηκαν οἰκειοθελῶς ἀπό τούς οἰκείους του στά γραφεῖα τελετῶν, γιά νά μήν ἔρθουν ἄμεσα σέ ἐπαφή μέ τό νεκρό σῶμα. Τά λείψανα τῶν νεκρῶν παραμένουν σέ εἰδικούς ἐπαγγελματικούς χώρους μέχρι τήν ταφή τους καί ὄχι στό σπίτι τοῦ νεκροῦ. Στά καταστατικά πολλῶν πολυκατοικιῶν ὑπάρχει ρήτρα πού ἐπιβάλλει τήν μή μεταφορά νεκροῦ στό διαμέρισμά του. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό τό γεγονός ὅτι σύμφωνα μέ ἔρευνα τό 80% τῶν Ἀμερικανῶν καί τό 75% τῶν Εὐρωπαίων πεθαίνουν ἐκτός τοῦ σπιτιοῦ τους.

Ὁ φόβος τοῦ θανάτου εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀγνωσίας τοῦ ἀληθινοῦ νοήματος τῆς ζωῆς. Ὅταν ἡ ζωή θεωρεῖται μόνον ὡς μιά βιολογική τροχιά πού διαγράφεται μέσα στόν χρόνο μέ ἡμερομηνία λήξεως καί κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἀναπαράγεται, δημιουργεῖ καί πεθαίνει, τότε ὁ θάνατος πάντα θά στέκεται ὡς ὁ μόνιμος ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου. Πάντα ὁ ἄνθρωπος θά τρέμει μέ τήν ὑποψία του καί θά «χτυπάει ξύλο» ἤ θά «κουνιέται ἀπό τή θέση του» γιά νά τόν ἀπομακρύνει!

Ἡ ζωή εἶναι ἀληθινή, ὅταν εἶναι αἰώνια καί αἰώνια εἶναι ἡ ζωή, ὅταν δέν ὑποτάσετται στήν ἁμαρτία καί στόν θάνατο. Ὁ ἄνθρωπος συνεχίζει νά παθαίνει καί νά πεθαίνει, γιατί συνεχίζει νά ἁμαρτάνει χωρίς μετάνοια. Ἡ μετάνοια, ὡς παραδοχή τῆς πτώσεως καί ἐκζήτηση τοῦ Θείου ἐλέους ἀποτελεῖ τήν ἐπανόρθωση τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Τήν πρώτη ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου. «Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου» (1). Εἶναι ἐπιστροφή στήν οἰκία τοῦ Θεοῦ Πατέρα καί ἀποκατάσταση τοῦ φθαρμένου ἀπό τήν ἁμαρτία «κατ’ εἰκόνα». Ἄρα εἶναι κατ’ ἐξοχήν πράξη ζωῆς.

Ἡ ζωή, λοιπόν, καταξιώνεται ἐν μετανοία. Τότε μεταποιεῖται ἀπό ξέφρενη πορεία πρός τήν φθορά καί τόν θάνατο, σέ ἀγαπητική ἐπιστροφή πρός τήν Αὐτοζωή, στόν Χριστό. Εἰδάλλως «ὁ κόσμος μας εἶναι μόνον μιά χαώδης ἔκθεση άπεχθῶν ἀνοησιῶν. Μόνο με τήν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του ὁ θαυμαστός Κύριος καί Θεός μας, μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τό παράλογο καί τήν ἀπελπισία. Διότι χωρίς τήν Ἀνάσταση δέν ὑπάρχει οὔτε πάνω ἀπό τόν ουρανό οὔτε κάτω ἀπό αὐτόν, τίποτε πιό παράλογο ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, οὔτε μεγαλύτερη ἀπελπισία ἀπό τή ζωή πού δεν ἔχει ἀθανασία. Γι’ αὐτό σε ὅλους τους κόσμους δέν ὑπάρχει περισσότερο δυστυχισμένη ὕπαρξη ἀπό τον ἄνθρωπο πού δέν πιστεύει στην Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί στην ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Καλόν ἦν αὐτῶ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος» (2).

1) Λουκ. 15,18

2) Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, ἐκδ, Ἀστήρ, 1979 σελ., 44-45

*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 19-20.04.2025

Loader