
Παρατηρώ με ενδιαφέρον-και μια δόση ζήλιας θα έλεγα- τις απαντήσεις στην τελευταία ερώτηση για το «μαγικό ραβδί» που κάνει ο καλός μου συνάδερφος Νίκος Οικονόμου στους εκλεκτούς του καλεσμένους με τους οποίους πίνει τον πρωινό καφέ που δημοσιεύεται κάθε Σάββατο στο portal της εφημερίδας μας- το emakedonia.gr.
Μιας και δεν έχω το «μαγικό ραβδί» των συνομιλητών του Νίκου, αν μου έλεγε μια ανώτερη δύναμη –ένα... τζίνι για παράδειγμα- τι θα ήθελα να αλλάξει στην Ελλάδα, θα ήταν η λειτουργία της δικαιοσύνης από τη μια και η απαλλαγή ΟΛΩΝ μας, από την κάκιστη νοοτροπία του συμψηφισμού από την άλλη.
Για την δικαιοσύνη, δεν χρειάζεται να πω πολλά. Όλοι ξέρουμε. Τα λέμε δημοσίως και ιδιωτικά. Είναι κοινή πλέον πεποίθηση ότι ο θεμέλιος λίθος της, «η δικαιοσύνη είναι τυφλή», δεν έχει τη συμβολική αλλά την πραγματική έννοια της φράσης. Δεν έχουμε δηλαδή να κάνουμε με μια δικαιοσύνη που δεν ξεχωρίζει το ποιος την αποζητά αλλά με μια δικαιοσύνη που δεν βλέπει την αλήθεια. Που αργεί, που ταλαιπωρεί, που εθελοτυφλεί, που προσφέρει διευκολύνσεις, που «χαρίζει κάστανα», που παραγράφει, που δεν παρεμβαίνει με πρωτοβουλία, που κρίνει με άλλα μέτρα κι άλλα σταθμά τους ισχυρούς από τους ανίσχυρους.
Νομίζω ότι όλα αυτά είναι σαφή και έχουν κατά κόρον απασχολήσει τον δημόσιο διάλογο, ενώ οι δυσλειτουργίες- αδυναμίες της δικαιοσύνης, καταγράφονται ως πρόβλημα και τροχοπέδη της πορείας της χώρας, σε όλες τις έρευνες που γίνονται.
Εκείνο που δεν έχει γίνει ευρέως αποδεκτό μέχρι τούδε, είναι η ζημιά που κάνει σε μια κοινωνία η λογική του συμψηφισμού. Το «πάντα έτσι γινόταν», το «κι εσύ αν μπορούσες το ίδιο θα έκανες», το «και οι άλλοι ίδιοι και χειρότεροι ήτανε» και πάει λέγοντας.
Πρόκειται για τον ευκολότερο και πλέον σίγουρο τρόπο για να πετάει κανείς την μπάλα στην κερκίδα, αποφεύγοντας την υποχρέωση να απολογηθεί για λάθη και παραλήψεις του και συνακόλουθα και ξεγλιστρώντας από την ανάληψη των ευθυνών που του για τις πράξεις του.
Στην πραγματική ζωή, ο συμψηφισμός δεν μετράει. Δεν έχει αντίκρισμα κάθε απόπειρα να κρυφτεί ένας απλός πολίτης πίσω από την σύγκριση με άλλες περιπτώσεις και να απαλλαγεί. Δεν πιάνει δηλαδή ως επιχείρημα το «γιατί γράφετε εμένα που πέρασα με κόκκινο, όταν ξέρω άλλους που δεν τους γράψατε», ή το «γιατί βάζετε πρόστιμο σε μένα για παράνομο παρκάρισμα κι όχι εκείνους που πάρκαραν σε άλλη θέση που επίσης απαγορεύεται», ή το γιατί ελέγχετε τη δική μου επιχείρηση ή την δική μου φορολογική δήλωση και όχι του άλλου και πάει λέγοντας…
Ο συμψηφισμός ωστόσο που δεν έχει κανένα αποτέλεσμα στην πραγματική ζωή και κάθε επίκλησή του φαντάζει αστείος, χρησιμοποιείται κατά κόρον στην πολιτική. Ο δήμαρχος κάθε κριτική την απαντά επικαλούμενος την «καμένη γη» που παρέλαβε, ο αξιωματούχος μιλάει για λάθη και σκάνδαλα του προηγούμενου και η κυβέρνηση έχει ως ψωμοτύρι τις… χρόνιες παθογένειες.
Θεωρώ ότι τεράστια υπηρεσία θα προσέφερε μια συμφωνία όλων πως αφήσουμε πίσω τον συμψηφισμό ως εργαλείο στην πολιτική αντιπαράθεση και να μιλάμε για το έργο και τις ευθύνες ενός εκάστου. Όσο για τις συγκρίσεις, αυτές να τις κάνουν οι πολίτες, όταν φτάσει η δική τους ώρα που είναι η ώρα των καλπών.
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 27.07.2025