Τα γεράματα δεν είναι καθόλου ροκ εντ ρολ

Κώστας Μπλιάτκας
Γράφει Κώστας Μπλιάτκας Δημοσιογράφος

Γιατί αρνούμαστε να «δεχτούμε» ότι οι ροκ σταρ του μύθου του ’60 και του ’70 αρρωσταίνουν, αποχωρούν πια από τη σκηνή ή και από τη ζωή;

Δεν μπορείς εύκολα να συνηθίσεις την εικόνα της Τζόνι Μίτσελ να περπατά με μπαστούνι. Ή ότι ο Μικ Τζάγκερ δεν μπορεί να τρέχει ακατάπαυστα στη σκηνή όπως παλιά. Κακά τα ψέματα. Οι εικόνες εκείνης της εποχής της «αιώνιας νιότης» έχουν τόση δύναμη που δημιουργούν εύλογα τέτοιες παραισθήσεις.

Και όμως. Τα γεράματα δεν καταλαβαίνουν από rock’n roll.

Σόκαρε τα εκατομμύρια των θαυμαστών του ο 81χρονος, μυθικός τραγουδιστής των WHO, Ρότζερ Ντάλτρεϊ, ο οποίος πριν από τρεις εβδομάδες δήλωσε στη διάρκεια ζωντανής φιλανθρωπικής συναυλίας στο Albert Hall ότι υπάρχει μεγάλο κίνδυνος να τυφλωθεί και να χάσει την ακοή του. Δίπλα του έπαιζε ο συνομήλικος και συνεργάτης του επί έξι δεκαετίες, Πέτε Τάουνσεντ, ο οποίος αντιμετωπίζει επίσης προβλήματα υγείας, έχοντας αντικαταστήσει το ένα του γόνατο.

«Οι χαρές του να γερνάς σημαίνει ότι κωφεύεις. Και εγώ τώρα έχω τη χαρά και να τυφλώνομαι. Ευτυχώς, έχω ακόμα τη φωνή μου», είπε από το μικρόφωνο πικρά ο Ντάλτρεϊ.

Συνέχισε, όμως, λέγοντας ότι αν έχανε και τη φωνή του, θα είχε έναν «πλήρη Tommy». Οι παλιότεροι πάγωσαν, διότι αμέσως κατάλαβαν ότι αναφερόταν στον ομώνυμο χαρακτήρα του άλμπουμ των Who του 1969 και της ταινίας που ακολούθησε, και στην οποία πρωταγωνιστούσε ο ίδιος.

Πού να φανταζόταν τότε στα γυρίσματα τι θα έλεγε μετά από μισό αιώνα στο Albert Hall …

«Κωφό, μουγκό και τυφλό παιδί» ήταν ο Tommy στην ταινία που είναι από τις πιο χαρακτηριστικές ροκ όπερες. Ο Daltrey αποχωρεί από τον ρόλο του ως επιμελητής των συναυλιών του Royal Albert Hall του Teenage Cancer Trust. Είχε ξεκινήσει τη σειρά το 2000.

Ωστόσο, θα παραμείνει επίτιμος προστάτης του φιλανθρωπικού ιδρύματος.

Το κακό με τη μουσική ροκ είναι ότι από τη φύση της υμνεί και εξιδανικεύει την αθώα και ανυπόμονη εφηβεία και τη νεαρή ηλικία γενικότερα.

Χαρακτηριστικό είναι πως στα χρόνια των sixties και seventies κυριαρχούσε το σλόγκαν «live fast, die young» (ζήσε γρήγορα, πέθανε νέος) αλλά και ο στίχος του εμβληματικού τραγουδιού «My Generation» (η γενιά μου) που με πάθος πρωτοτραγούδησε ο ίδιος ο Ντάλτρεϊ με τους «WHO» το 1965 για να το επαναλάβει δεκάδες χιλιάδες φορές επί σκηνής στα εξήντα χρόνια που ακολούθησαν. Σ’ αυτό το τραγούδι ο στίχος λέει «Ελπίζω να πεθάνω πριν γεράσω»!

Υπάρχει άραγε στην Αγγλία παροιμία ανάλογη του «Μεγάλη μπουκιά φάε…»;

Ένα άλλο πασίγνωστο συγκρότημα, οι Jethro Tull είχαν φτιάξει το επίσης σπουδαίο τραγούδι «Too old to rock and roll, too young to die» (Πολύ γέρος για ροκ εντ ρολ, πολύ νέος για να πεθάνει».

Εκπρόσωποι των άλλων ειδών, π.χ. μπλουζ, τζαζ, κλασική, ρεμπέτικο, επιτρέπουν ίσως στον εαυτό τους να γεράσει πιο ήρεμα και να είναι πιο «αποδεκτοί» σε προχωρημένοι ηλικία από τους φαν. Οι ροκάδες, όμως, «ζήτησαν» μία ιδιότυπη αθανασία και ακόμα πιο τολμηρά: Τη νιότη που δεν τελειώνει.

Και μονολογείς εσύ -αδικαιολόγητα σοκαρισμένος- βλέποντας ορισμένα από εκείνα τα είδωλα της δικής σου εφηβείας που είναι 10-12 χρόνια μεγαλύτεροι από σένα «μα είναι δυνατόν να τους βλέπω με μπαστουνάκι» ή να ζουν μες στη μαύρη αρρώστια;

Τι περίμενες δηλαδή;

Ξεχνάς κι εσύ ότι πέρασαν πάνω 50 χρόνια από την εποχή που κατεβαίναμε τη σκάλα στην υπόγεια και σκοτεινή ντίσκο και ακουγόταν αυτός ο ήχος σε εκκωφαντική ένταση από τα ηχεία με τα φωτορυθμικά να αναβοσβήνουν.

Θυμάσαι, όμως, μία χαρά πως υπήρχαν δύο κατηγορίες συμμαθητριών (στα μπλουζ): αυτές που σε κρατούσαν δειλά στις ωμοπλάτες, τηρώντας μία απόσταση και αυτές που τύλιγαν τα χέρια γύρω από τον λαιμό σου και κολλούσαν απάνω σου.

Αρνείσαι να συνειδητοποιήσεις πως πέρασε πάνω από μισός αιώνας από τη μέρα που αγόρασες το περίφημο LP των WHO, το WHO’S NEXT, όπου βρήκες την τραγουδάρα «Baba O’Riley» η εισαγωγή του οποίου χρησιμοποιήθηκε στην πρωτοποριακή, σατιρική, τηλεοπτική σειρά, σε σενάριο Κώστα Μουρσελά, «Εκείνος κι Εκείνος» (1972-1974), με τους αξέχαστους Γιώργο Μιχαλακόπουλο και Βασίλη Διαμαντόπουλο, που ήταν όαση και ποιοτική ανάσα στα χρόνια της χούντας.

Το αγγλικό ροκ συγκρότημα που δημιουργήθηκε στο Λονδίνο το 1964 δεν θέλει συστάσεις. Η κλασική βασική σύνθεσή του περιελάμβανε τότε τον τραγουδιστή Roger Daltrey, τον κιθαρίστα και τραγουδιστή Pete Townshend, τον μπασίστα John Entwistle και τον ντράμερ Keith Moon. (Οι δύο τελευταίοι έφυγαν νωρίς από τη ζωή).

Σήμερα, το συγκρότημα θεωρείται ένα από τα πιο επιδραστικά στην ιστορία της ροκ και ήταν μέρος του κινήματος στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, γνωστό ως British Invasion, το οποίο περιλάμβανε άλλα συγκροτήματα, όπως οι Beatles, οι Rolling Stones, οι Led Zeppelin και άλλα.

Επηρέασαν το punk, τη hard rock, την progressive rock, ακόμα και τη heavy metal. Ο Pete Townshend θεωρείται από τους πρώτους που χρησιμοποίησαν synthesizers στη ροκ μουσική (π.χ. «Baba O’Riley»).

Οι Who κατέστρεφαν όργανα στη σκηνή -κυριολεκτικά- δημιουργώντας το πρότυπο της «εκρηκτικής» ροκ συναυλίας.

Το Live at Leeds (1970) θεωρείται ένα από τα καλύτερα live albums όλων των εποχών.

Συνολικά, οι Who έχουν πουλήσει περισσότερους από 100 εκατομμύρια δίσκους παγκοσμίως.

*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 19-20.04.2025