Για πρώτη φορά, η Ελλάδα περνά επίσημα στην «ψηφιακή εποχή της ενημέρωσης»: Σύμφωνα με την έρευνα του Ευρωβαρόμετρου Social Media Survey 2025, το 56% των πολιτών ενημερώνεται κυρίως από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ η τηλεόραση περιορίζεται στο 54%.
Η αντιστροφή αυτή είναι κάτι περισσότερο από μία απλή αποτύπωση ενός στατιστικού δεδομένου. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα σημείο καμπής για τον δημόσιο λόγο στη χώρα. Για δεκαετίες, η τηλεόραση όριζε το πλαίσιο. Έθετε την ατζέντα, καθόριζε το ύφος, νομιμοποιούσε το τι θεωρείται «σοβαρό».
Σήμερα, αυτός ο ρόλος έχει διαρραγεί. Οι Έλληνες δεν περιμένουν το δελτίο των οκτώ για να ενημερωθούν. Αντιθέτως, το κάνουν όταν και όπως θέλουν, μέσα σε έναν κύκλο ροής που φτιάχνει ο αλγόριθμος.
Η είδηση δεν μεταδίδεται. Κυκλοφορεί. Το κοινό δεν παρακολουθεί. Συμμετέχει.
Και η πληροφορία δεν είναι πια κοινή εμπειρία αλλά μία προσωπική εκδοχή της πραγματικότητας.
Παράλληλα, οι εφημερίδες έχουν περιοριστεί σημαντικά. Μόλις το 34% δηλώνει ότι τις χρησιμοποιεί για ενημέρωση γύρω από κοινωνικά και πολιτικά θέματα. Παρότι εξακολουθούν να αποτελούν τη βάση της πιο τεκμηριωμένης δημοσιογραφίας, δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν την αμεσότητα και τον ρυθμό των κοινωνικών δικτύων. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η πτώση της κυκλοφορίας, αλλά και η απόσταση από ένα κοινό που έχει συνηθίσει την ενημέρωση σε μορφή εικόνας, βίντεο και σχολίου.
Το Facebook παραμένει η πιο δημοφιλής πλατφόρμα ενημέρωσης (68%).
Το YouTube ακολουθεί με 56%, λειτουργώντας για πολλούς ως «η νέα τηλεόραση», με αναλύσεις, συνεντεύξεις και εκπομπές σε μορφή βίντεο.
Το Instagram ενημερώνει το 46% των χρηστών, κυρίως μέσα από stories και σύντομα reels, ενώ το TikTok αγγίζει το 35%, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στους νέους 15-24 ετών. Το X (Twitter), με 27%, εξακολουθεί να είναι ο πιο «πολιτικός» χώρος της στιγμιαίας αντιπαράθεσης.
Δεν υπάρχουν τηλεθεατές. Υπάρχουν χρήστες που σχολιάζουν, διαμορφώνουν και αναπαράγουν την επικαιρότητα σε πραγματικό χρόνο. Πάνω από τους μισούς Έλληνες χρήστες (51%) ακολουθούν influencers ή δημιουργούς περιεχομένου. Και δεν το κάνουν επειδή αναζητούν ειδήσεις, αλλά γιατί θέλουν να ακούσουν κάποιον που μιλάει απλά, χωρίς απόσταση, χωρίς επίσημο ύφος. Η αυθεντικότητα έγινε πιο σημαντική από την αυθεντία. Όμως αυτό έχει τίμημα: Η γνώμη συχνά περνά για γεγονός, και η διάδοση είναι πιο ισχυρή από την τεκμηρίωση.
Σχεδόν τρεις στους τέσσερις Έλληνες δηλώνουν ότι εκτίθενται τουλάχιστον περιστασιακά σε παραπληροφόρηση, ενώ τέσσερις στους δέκα (42%) λένε ότι αυτό συμβαίνει συχνά ή πολύ συχνά. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι μπορούν να τις ξεχωρίσουν, όμως λίγοι το κάνουν στην πράξη.
Η πληροφορία έχει γίνει τόσο πυκνή, που το πρόβλημα δεν είναι το ψέμα αλλά η σύγχυση.
Όταν τα πάντα εμφανίζονται στο ίδιο timeline, όλα φαίνονται ισοδύναμα. Και εκεί, η παραπληροφόρηση δεν χρειάζεται να πείσει, αλλά αρκεί να θολώσει.
Η λύση δεν είναι να νοσταλγήσουμε την εποχή της τηλεόρασης (όπου και γι’ αυτήν τίθενται εύλογα ερωτήματα περί της διαφανούς λειτουργίας της) αλλά να καταλάβουμε το νέο τοπίο. Η Πολιτεία, τα μέσα και οι ίδιοι οι θεσμοί οφείλουν να μπουν στα κοινωνικά δίκτυα με τους όρους τους: Όχι με ξύλινη γλώσσα, όχι με διαφημιστικά βίντεο, αλλά με περιεχόμενο που έχει ρυθμό, αυθεντικότητα και πρόσωπο.
Η αλήθεια δεν χάνεται στο timeline, αν μιλήσει ανθρώπινα. Η μάχη για την ενημέρωση στην Ελλάδα έχει πλέον ξεκινήσει και δίνεται στα timelines. Και εκεί, η αξιοπιστία δεν μετριέται με νούμερα τηλεθέασης αλλά με εμπιστοσύνη.