
Πόσες φορές έχουμε βρεθεί μπροστά σε μία σύγκρουση που μοιάζει αδιέξοδη; Στο οικογενειακό τραπέζι, στη δουλειά, σε έναν διάδρομο σχολείου. Ένταση, θυμός, λόγια που πληγώνουν, ή -ακόμη χειρότερα- σιωπή που παγώνει τα πάντα. Ως εκπαιδεύτρια στη διαχείριση συγκρούσεων και διαμεσολαβήτρια, βρίσκομαι συχνά στη μέση αυτών των καταστάσεων. Και κάθε φορά, διαπιστώνω το ίδιο: κανείς δεν έρχεται σε μία διαμεσολάβηση χωρίς αγωνία, αλλά σχεδόν πάντα φεύγει με ελπίδα.
Η διαμεσολάβηση δεν είναι θεωρία. Είναι πράξη. Είναι το να κάθεσαι ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που δεν μιλούν πλέον μεταξύ τους και να τους βοηθάς να θυμηθούν γιατί κάποτε είχαν κάτι κοινό. Έχω δει ζευγάρια να ξαναβρίσκουν λέξεις για να πουν αυτά που κρατούσαν μέσα τους χρόνια. Έχω δει μαθητές να κοιτούν για πρώτη φορά στα μάτια τον «εχθρό» τους και να λένε: «Δεν ήξερα πως ένιωθες έτσι». Έχω δει συναδέλφους να καταλαβαίνουν ότι δεν χρειάζεται να συμφωνούν για να συνεργαστούν.
Η διαμεσολάβηση προσφέρει μία γέφυρα επικοινωνίας εκεί όπου ο διάλογος έχει χαθεί. Είναι μία δομημένη διαδικασία επίλυσης συγκρούσεων με τη βοήθεια ενός ουδέτερου τρίτου προσώπου -του διαμεσολαβητή- ο οποίος δεν επιβάλλει λύσεις αλλά διευκολύνει την επικοινωνία και ενθαρρύνει τα μέρη να αναζητήσουν κοινά αποδεκτές λύσεις.
Όμως η διαμεσολάβηση είναι και στάση ζωής. Είναι η επιλογή να μην απαντάς στην ένταση με ένταση. Να μην επιδιώκεις απλώς να έχεις δίκιο, αλλά να καταλάβεις. Να μετατρέπεις τη σύγκρουση από απειλή σε ευκαιρία. Αυτό δεν είναι εύκολο -ούτε για τους διαμεσολαβητές. Κάθε φορά που ξεκινά μία διαδικασία, γνωρίζω πως πρέπει πρώτα απ’ όλα να αποβάλω τις δικές μου προκαταλήψεις. Να είμαι παρούσα, ανοιχτή και έτοιμη να ακούσω, πραγματικά.
Η κοινωνία μας έχει ανάγκη από χώρους διαλόγου. Από ανθρώπους που δεν φοβούνται να σταθούν ανάμεσα στους άλλους και να κρατήσουν τον χώρο ανοιχτό μέχρι να ειπωθεί αυτό που πρέπει να ειπωθεί. Στην τάξη, στη γειτονιά, στο δικαστήριο, στην πολιτική. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τα πάντα, αλλά μπορούμε να ξεκινήσουμε από το πιο απλό: να ακούμε.
Πολλοί με ρωτούν αν η διαμεσολάβηση «δουλεύει». Ναι, δουλεύει -όχι πάντα με θεαματικά αποτελέσματα, αλλά σχεδόν πάντα με ανθρώπινα αποτελέσματα. Μία συγγνώμη. Μία χειραψία. Μία σιωπή που δεν είναι πια φορτισμένη. Και μερικές φορές, μία νέα αρχή.
Σε έναν κόσμο που μαθαίνει να φωνάζει, η διαμεσολάβηση μάς μαθαίνει να ακούμε. Και τελικά, μας υπενθυμίζει κάτι βαθύτερο: ότι πίσω από κάθε σύγκρουση, υπάρχει πάντα μία ανθρώπινη ιστορία που περιμένει να ακουστεί.
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 19-20.04.2025