Την ώρα που η ΕΕ βρίσκεται εν μέσω δύσκολων διαπραγματεύσεων για την Ουκρανία και αναζητά κοινή στάση απέναντι σε μία σειρά γεωπολιτικών προκλήσεων, το ζήτημα της ευρωπαϊκής αποτελεσματικότητας επανέρχεται με μεγαλύτερη ένταση.
Σε αυτό το περιβάλλον, οι απαιτήσεις προς την Ένωση αυξάνονται: Ζητάμε περισσότερη ταχύτητα, μεγαλύτερη ευελιξία και πιο αποφασιστικές κινήσεις. Και όμως, όσοι την κατηγορούν για «αργές αποφάσεις» είναι συχνά αυτοί που αντιστέκονται περισσότερο σε οποιαδήποτε θεσμική αλλαγή θα μπορούσε να την κάνει πραγματικά αποτελεσματική.
Αυτή η αντίφαση καθορίζει μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής συζήτησης. Οι κυβερνήσεις ζητούν από την ΕΕ να λειτουργεί σαν ενιαίο Κράτος, αλλά απορρίπτουν κάθε ιδέα βαθύτερης πολιτικής ολοκλήρωσης και απαιτούν από τις Βρυξέλλες να δίνουν άμεσες λύσεις σε ζητήματα που οι ίδιες κρατούν σε θεσμικό αδιέξοδο. Έτσι, η Ευρώπη κατηγορείται, επειδή λειτουργεί όπως ακριβώς της επιτρέπουμε να λειτουργεί.
Χρειάζεται, λοιπόν, να θυμόμαστε το εξής: Η Κομισιόν δεν είναι «κυβέρνηση της Ευρώπης». Έχει μόνο όσες αρμοδιότητες της παραχώρησαν τα κράτη-μέλη. Στα πιο κρίσιμα ζητήματα -μετανάστευση, άμυνα, εξωτερική πολιτική, φορολογία- οι αποφάσεις λαμβάνονται από τις κυβερνήσεις. Αν δεν υπάρχει συμφωνία, η Ένωση παραμένει στάσιμη.
Το παράδειγμα του Δουβλίνου II είναι χαρακτηριστικό. Για χρόνια, κάποια κράτη-μέλη αντιστέκονταν σε κάθε αλλαγή ενός πλαισίου που επιβάρυνε δυσανάλογα τον Νότο. Δεν ήταν η «ανίκανη Ευρώπη». Ήταν οι εθνικές κυβερνήσεις που δεν ήθελαν.
Σε αυτό το σημείο υπάρχει και μία ακόμα στρέβλωση που περνά συχνά απαρατήρητη: Όταν κάτι δυσάρεστο συμβαίνει στα κράτη-μέλη, η ευθύνη επιρρίπτεται σχεδόν αυτόματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντίθετα, όταν η ΕΕ χρηματοδοτεί έργα, υποδομές, κοινωνικά προγράμματα ή αναπτυξιακές παρεμβάσεις, οι κυβερνήσεις σπεύδουν να καρπωθούν τα οφέλη, αναγνωρίζοντας σπάνια τον ευρωπαϊκό ρόλο. Η Ένωση γίνεται έτσι ο «εύκολος ένοχος» αλλά σχεδόν ποτέ ο ορατός ωφελημένος.
Το αποτέλεσμα είναι μία Ευρώπη ημιτελής: Κοινό νόμισμα χωρίς κοινή πολιτική, ενιαία αγορά χωρίς ενιαίο φορολογικό πλαίσιο, εξωτερικά σύνορα χωρίς κοινή πολιτική για την άμυνα. Μία Ένωση που καλείται να διαχειριστεί παγκόσμιες προκλήσεις με εργαλεία που δεν επαρκούν για το εύρος των κρίσεων.
Γι’ αυτό η πραγματική συζήτηση δεν είναι αν θέλουμε περισσότερη ή λιγότερη Ευρώπη. Είναι αν θέλουμε μία Ευρώπη που μπορεί να αποφασίζει. Μία πολιτική ένωση που θα στηρίζει το κοινό νόμισμα. Θεσμούς που δεν θα παραλύουν από το βέτο και από πολιτικούς εκβιασμούς. Κοινούς μηχανισμούς που ανταποκρίνονται στην ταχύτητα του 21ου αιώνα.
Αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι μόνο μία νομισματική Ένωση·χρειαζόμαστε πραγματική πολιτική ολοκλήρωση.
Το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι «τι κάνει λάθος η ΕΕ», αλλά τι Ευρώπη θέλουμε εμείς οι ίδιοι. Γιατί όσο οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν την Ένωση ως άλλοθι, η Ευρώπη θα μοιάζει πάντα ανεπαρκής. Όχι επειδή δεν μπορεί, αλλά επειδή δεν της επιτρέπουμε να μπορεί.